(nil): Akis Karnouskos (akis(@)ceid.upatras.gr)
Ημερομηνία: Τρι 09 Ιουν 1998 - 14:35:45 EEST
- Μηνύματα ταξινομημένα ανά: [ ημερομηνία ] [ thread ] [ θέμα ] [ συγγραφέα ] [ Επισυναπτόμενο ]
- Mail ενέργειες: [ Απάντησε σε αυτό το μήνυμα ] [ Στείλε ενα καινούριο μήνυμα ]
Καλή διασκέδαση ... και keep up the χαβαλέ spirit !
Ciao,
Ακης
1.
Ο τύπος μπαίνει στο γραφείο του ωτορινολαρυγγολόγου και αρχίζει να...
γδύνεται. "Κύριέ μου", του λέει ο ωριλά, "λάθος έχετε
κάνει. Ο αφροδισιολόγος είναι ακριβώς δίπλα". Απτόητος ο κύριος,
συνεχίζει. "Σας παρακαλώ", λέει ο γιατρός, "εγώ είμαι για τα
αυτιά, τη μύτη, τέτοια πράγματα. Δίπλα ακριβώς είναι ο αφροδισιολόγος!".
Τίποτε ο άλλος. Όχι μόνο γδύνεται, αλλά... αυτό που
δείχνει είναι και σε μαύρο χάλι. Γεμάτο αίματα, πύων, πρησμένο, μια
αηδία σκέτη. "Μα ... σταμάτα", του λέει ο κύριος. "Ξέρω γιατί
έχω έρθει". "Γιατί;" ψελλίζει ο γιατρός. "Άκου", του λέει ο κύριος.
"Είμαι εργένης...". "Μαζί με άλλους επτά εργένηδες", συνεχίζει
ο κύριος, τρώμε μια φορά τη βδομάδα μαζί και μετά παίζουμε ένα
παιχνίδι...". "Παιχνίδι; Τι παιχνίδι;". "Να, σηκωνόμαστε γύρω
από το τραπέζι, ακουμπάμε τα πουλιά μας επάνω, κλείνουμε τα μάτια μας
και με το δεξί του χέρι ο καθένας κρατάμε το παπούτσι
μας...". Ο γιατρός έχει αρχίζει να τα ... παίζει. "Και λοιπόν;" ρωτάει.
"Ε, ο πρώτος που λέει 'ψιτ'", συνεχίζει ο κύριος, "κοπανάει
με το παπούτσι του το πουλί του το πουλί του διπλανού του". Έξαλλος ο
γιατρός, ρωτάει, λοιπόν: "Ε, και τι μπορώ να κάνω
εγώ;". Και ο κύριος. "Να, αυτό το γαμημένο το 'ψιτ' δεν ακούω ποτέ".
2.
Πάνε για εκτέλεση έναν Άγγλο, ένα Γάλλο και έναν Πόντιο. "Η μόνη
επιθυμία που μπορούμε να σας ικανοποιήσουμε είναι να
διαλέξετε τον τρόπο με τον οποίο θα πεθάνετε. Προτιμάτε ηλεκτρική
καρέκλα ή κρεμάλα;". "Κρεμάλα", λέει τρέμοντας ο Γάλλος.
Τον ανεβάζουν στην γκιλοτίνα και τη στιγμή που το μαχαίρι πρέπει να
φύγει για να του κόψει το κεφάλι, ο μηχανισμός
μπλοκάρει και σταματάει η εκτέλεση. "Θέλημα Θεού", λένε οι εκτελεστές
και του χαρίζουν τη ζωή. "Κρεμάλα θέλω κι εγώ", λέει ο
Άγγλος που αναθάρρησε. Πάλι μπλοκάρει το μαχαίρι και του χαρίζουν κι
αυτού τη ζωή. Και έρχεται η σειρά του Πόντιου: "Εγώ
προτιμώ την ηλεκτρική καρέκλα, γιατί απ' ότι βλέπω αυτό το κωλομηχάνημα
δεν λειτουργεί!".
3.
Η δασκάλα στο σχολείο ζήτησε από τα παιδιά να φέρουν το καθένα από μια
συσκευή για να εξηγήσουν τη λειτουργία της. Η
Αννούλα φέρνει ένα γκαζάκι. "Μπράβο, Αννούλα!", λέει η δασκάλα. Ο
Μπόμπος φέρνει μια φιάλη οξυγόνου. "Μπράβο,
Μπόμπο. Πού τη βρήκες τη φιάλη;", ρωτά η δασκάλα. "Την πήρα από τον
παππού μου, κυρία.",λέει ο Μπόμπος. "Καλά, και τι
σου είπε ο παππούς σου;",ρωτά η δασκάλα. "Τίποτα, κυρία. Έκανε μονάχα:
'Ααααχ'!".
4.
Ο τύπος μόλις έχει πάρει από το ντεντέκτιβ τις φωτογραφίες της γυναίκας
του με τον καλύτερό του φίλο! Στην αρχή
απογοητεύεται, μετά οργίζεται, μετά αποφασίζει να εκδικηθεί. Καλεί,
λοιπόν, τον... έτσι στο μπαρ που πηγαίνουν συνήθως και,
αφού πίνουν κάνα δύο ποτά, τσουπ, του αραδιάζει τις φωτογραφίες στον
πάγκο. "Δεν μου λες", του λέει, "σ' αυτήν εδώ εσύ με τη
γυναίκα μου δεν είστε;". "Ναι", λέει αυτός. "Και σ' αυτήν εδώ εσύ με τη
γυναίκα μου, έξω από το ξενοδοχείο 'Ο Ωραίος
Γαμιστρών', δεν είστε;". "Ναι". "Και σ' αυτήν εδώ εσύ με τη γυναίκα μου
δεν είστε στο δωμάτιο;". "Ναι". "Και εδώ εσείς δεν είστε
γυμνοί στο δωμάτιο;". "Ναι". Ο τύπος έχει αρχίσει να τα παίρνει στο
κρανίο με την ψυχραιμία του άλλου. "Και, δεν μου λες, εδώ
εσείς δεν είστε στο κρεβάτι του δωματίου γυμνοί;". "Ναι". Σχεδόν
τρελαμένος ο τύπος, του αραδιάζει πέντε ακόμα φωτογραφίες
στον πάγκο. "Και εδώ εσύ δεν είσαι με την γυναίκα μου από πάνω; Και εδώ
με την γυναίκα μου από κάτω; Και εδώ σε βιδωτό,
εδώ σε καρεκλάτο, εδώ σε πιγκουινάτο;". "Ναι", συνεχίζει να λέει απλά ο
άλλος. "Τι 'ναι', μωρέ; Μόνο αυτό έχεις να πεις;". "Ε, τι
άλλο θες να σου πω;". "Ξέρω γω; Μόνο αυτό έχεις να πεις γι' αυτές τις
φωτογραφίες;". "Ε, τι άλλο;". "Ο,τι θες!". "Καλά τότε,
εντάξει. Αυτές τις πέντε τελευταίες, μήπως μπορείς να... μου τις βγάλεις
σε μεγέθυνση;".
5.
Ο τύπος πάει στο γιατρό. "Γιατρέ μου", του λέει , "έχω έναν πόνο που
ξεκινάει από κάτω δεξιά στην κοιλιά και μετά με χτυπάει
στο αριστερό στήθος και τη δεξιά ωμοπλάτη...". Τον κοιτάζει ο γιατρός
και του ανακοινώνει: "Πρέπει να σου κόψω το δεξί χέρι και
το αριστερό πόδι!". Ο τύπος φεύγει έντρομος. Και ο επόμενος γιατρός,
όμως, όμως του λέει το ίδιο. Και ο επόμενος κι ο
μεθεπόμενος, τι να κάνει, πάει στην Αμερική. "Γιατροί", λέει στο
συμβούλιο που τον εξετάζει, "έχω έναν πόνο που ξεκινάει από
κάτω δεξιά στην κοιλιά και μετά με χτυπάει στο αριστερό στήθος και τη
δεξιά ωμοπλάτη...". Τον εξετάζουν και του λένε: "Πρέπει
να σου κόψουμε το δεξί χέρι και το αριστερό πόδι, αλλιώς θα
πεθάνεις...". Τι να κάνει, κάθεται, του τα κόβουν και επιστρέφει στην
Ελλάδα. Την επομένη, πάει στο ράφτη, να φτιάξει καινούργια κοστούμια.
Όπως τον μετράει ο ράφτης, του λέει λοιπόν: "Δεν μου
λες, τα αρχίδια σου, που τα βάζεις, αριστερά ή δεξιά;". "Ξέρω γω; Όπου
να 'ναι. Γιατί;". Και ο ράφτης: "Γιατί αν είσαι αριστερός
και τα βάζεις δεξιά θα έχεις έναν πόνο που θα ξεκινάει από κάτω δεξιά,
στην κοιλιά...".
6.
Ο τύπος πάει στο γιατρό διότι τον πονάνε πολύ τα αχαμνά του. Τον
κοιτάζει ο γιατρός και μετά τον ρωτάει για τη σεξουαλική του
ζωή. "Κάνετε έρωτα συχνά;", τον ρωτάει. "Συνέχεια!", λέει αυτός.
"Δηλαδή, πόσο συχνά;". "Να σας πω", αρχίζει αυτός. "Λοιπόν.
Έχουμε και λέμε: πηδάω κάθε μέρα από μια φορά τη γυναίκα μου, από τρεις
φορές τη γραμματέα μου, από μία δύο φορές μια
παντρεμένη που έχουμε στην πολυκατοικία και λείπει συνέχεια ο άντρας της
και τουλάχιστον τέσσερις φορές την ημέρα μια χήρα
στη διπλανή πολυκατοικία. Καλά, γιατρέ, ε; Μιλάμε για ΤΟ κρεβάτι τώρα!
Λοιπόν. Αυτά. Α, όχι. Μισό λεπτό. Ξεχάστηκα. Πέντ' έξι
φορές την εβδομάδα πηδάω κι έναν πούστη που μένει στο διπλανό
τετράγωνο...". Ο γιατρός έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό:
"Κάθε μέρα τα κάνετε όλα αυτά;", ρωτάει. "Μάλιστα. Κάθε μέρα!", λέει ο
τύπος. "Ε, αυτό είναι", λέει άναυδος ο γιατρός. "Τα έχετε
κουράσει τα αρχίδια σας, είναι απλό. Όσο για θεραπεία, προσέξτε με καλά:
κομμένη η παντρεμένη, η χήρα και ο πούστης. Μόνο
τη γυναίκα σας και, άντε, το πολύ πολύ και τη γραμματέα σας στο
εξής...". "Γιατρέ", λέει αυτός. "Εντάξει ο πούστης. Εντάξει και η
παντρεμένη. Αλλά τη χήρα τη γουστάρω πολύ. Σας το είπα! Μπορώ αντί για
τη χήρα να κόψω...την πρωινή μου μαλακία;".
7.
Ένας αράπης το σκάει από τη φυλακή και χάνεται στην έρημο. Περπατάει
μέρες, διψασμένος και νηστικός, ώσπου, σε μια στιγμή,
σκοντάφτει σε κάτι. Κοιτάζει κάτω και βλέπει ένα λυχνάρι! Με το που το
βγάζει από την άμμο και το τρίβει για να το καθαρίσει,
βγαίνει ένα τζίνι και του λέει: "Πες μου τρία πράγματα που θέλεις και θα
σου τα κάνω...". Σκέφτεται λίγο ο αράπης και του λέει:
"Πρώτον, θέλω να γίνω λευκός. Έπειτα, θέλω να τρέχουν συνέχεια πάνω μου
δροσερά νερά. Και τρίτον, θέλω συνέχεια να
βλέπω γυναικείους κώλους και μ...ά". Το τζίνι σκέφτεται κι αυτό λίγο και
μετά τον κάνει... μπιντέ!
8.
Ο τύπος έντρομος πηγαίνει στο γιατρό. "Γιατρέ, κάτι έχουν τα μάτια μου.
Βλέπω διαρκώς ροζ και κίτρινες κηλίδες!". "Έχετε δει
οφθαλμίατρο;", ρωτά ο γιατρός. "Όχι, μόνο ροζ και κίτρινες κηλίδες!".
9.
Ο τύπος μπαίνει σ' ένα μπαρ, που στον πάγκο του υπάρχει ένας
παπαγάλος. "Όποιος μου πει τι πουλί είναι αυτό, θα κάτσω να
με... πηδήξει!", λέει με σιγουριά στους θαμώνες. Αυτοί βλέπουν τη
σιγουριά του, βλέπουν και τον παπαγάλο, σκέφτονται πως
κάποια παγίδα θα υπάρχει. "Εγώ λέω ότι είναι... σπουργίτι", λέει δειλά
ένας θαμώνας. "Ας το θεωρήσουμε κι αυτό
σωστό",απαντά με αδελφίστικη φωνή ο τύπος!
10.
Ένας φαρμακοποιός διανυκτερεύει και έχει κρατήσει ένα φίλο του να του
κάνει παρέα. Προς το ξημέρωμα αποφασίζει να πάει να
κοιμηθεί και αφήνει το φίλο του στο φαρμακείο. Όταν ξύπνησε το επόμενο
μεσημέρι, παίρνει στο τηλέφωνο με αγωνία το φίλο
του για να μάθει εάν υπήρξε κανένα πρόβλημα. "Όλα πήγαν καλά", λέει ο
φίλος. "Τρεις περιπτώσεις είχα όλες κι όλες και τις
έλυσα με τον καλύτερο τρόπο. Έρχεται ο πρώτος πελάτης μου και μου λέει
ότι έχει πονοκέφαλο. Του δίνω ένα κουτί ασπιρίνες.
Έρχεται ένας δεύτερος και μου λέει ότι τον πεθαίνει το δόντι του. Του
δίνω κι αυτουνού ασπιρίνες και του λέω να πάει στο γιατρό.
Έρχεται και μια θεογκόμενα και μου λέει: 'Αγόρι, δεν σε βλέπω από την
πολύ καύλα'. Ε, αυτηνής της έδωσα ένα κολλύριο.
11.
Η Ιταλίδα μητρομανής έχει συγκλονιστεί από τη μυθολογία για τους Έλληνες
εραστές και όταν φεύγει, στο αεροπλάνο τη ρωτάει
ο διπλανός της: "Πώς σας φάνηκε η Ελλάδα;". "Ήταν καταπληκτική χώρα,
όμως ευχαριστήθηκα όσο δεν έχω ευχαριστηθεί
πουθενά αλλού την πίτσα.", απαντάει εκείνη. "Μα στην Ιταλία έχετε παντού
πίτσες", απορεί ο διπλανός της. "Κι όμως, οι
ελληνικές δεν συγκρίνονται με τις δικές μας", απαντάει η Ιταλίδα. "Και
πού θα πάτε τώρα;", ξαναρωτάει ο κύριος δίπλα της. Και
εκείνη: "Λέω να πεταχτώ μέχρι τη... Βιλγαρία!".
12.
Ο τύπος κάνει βόλτα στο δάσος. Ξαφνικά, βλέπει μπροστά του μια μεγάλη
ταμπέλα: "ΠΡΟΣΟΧΗ ΚΩΛΟΜΠΑΡΑΣ". Δεν δίνει
σημασία και συνεχίζει τη βόλτα του. Λίγο πιο κάτω βλέπει και πάλι μια
πιο μικρή ταμπέλα που γράφει το ίδιο πράγμα. Κάθε
δέκα, δεκαπέντε μέτρα μια πινακίδα έγραφε το ίδιο πράγμα, αλλά ήταν και
μικρότερη. Ξαφνικά, φτάνει σε μια μικροσκοπική.
Σκύβει να τη διαβάσει, αλλά, φαπ, κάποιος του τον φορά από πίσω. Η
ταμπελίτσα έγραφε: "ΕΜΕΙΣ ΣΑΣ ΕΙΧΑΜΕ
ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙ".
13.
Ο τύπος έμεινε χήρος και στην κηδεία της γυναίκας του είναι αξιολύπητος.
Κλαίει και χτυπιέται. "Τι θα κάνω τώρα;", λέει και
ξαναλέει. Ο παπάς τον λυπάται και πάει να τον παρηγορήσει: "Μην κάνεις
έτσι, τέκνον μου. Ο πανδαμάτωρ χρόνος όλα τα
γιατρεύει.", του λέει. "Τι θα κάνω τώρα, πάτερ μου, πείτε μου.", απαντά
αυτός. "Υπομονή να κάνεις, τέκνον μου. Και να το δεις
που ο Θεός θα σε βοηθήσει. Μπορεί αύριο να βρεις μια καλή γυναίκα και να
παρηγορηθείς.", του λέει ο παπάς. Και ο χήρος
απαντά: "Τι να το κάνω το αύριο, πάτερ μου; Σήμερα πώς τη βγάζουνε;".
14.
Λέει ο τύπος στο σπιτονοικοκύρη του: "Λυπάμαι πολύ, κύριε, αλλά δεν θα
μπορέσω να σας πληρώσω αυτό το μήνα το νοίκι.".
"Μα και τον περασμένο μήνα το ίδιο μου είπες...", του απαντά ο
σπιτονοικοκύρης. Και ο τύπος: "Βλέπετε, λοιπόν, ότι ξέρω να
κρατώ το λόγο μου; Γι' αυτό έχετέ μου εμπιστοσύνη!".
15.
Σε μια εταιρεία ζητάνε ένα στέλεχος με γνώσεις κομπιούτερ, οικονομικών,
αγγλικών, γαλλικών και γερμανικών. Καμιά δεκαριά
άτομα περιμένουν στο σαλόνι, καλοντυμένοι, καλοξυρισμένοι. Ανάμεσά τους
και ένας τύπος βρόμικος, αξύριστος με δόντια... αλά
Γεωργίου. Έρχεται η σειρά του. "Ξέρετε άπταιστα και τις τρεις ξένες
γλώσσες που ζητάμε;", τον ρωτούν στη συνέντευξη. "Ούτε
λέξη από καμία", απαντά. "Κομπιούτερ ή οικονομικά ασφαλώς θα ξέρετε",
τον ξαναρωτούν. "Τίποτα", απαντά εκείνος. "Και τότε
γιατί ήρθατε;". "Ήρθα για να σας πω ότι διάβασα την αγγελία, αλλά δεν
πρέπει να υπολογίζετε σε μένα!".
16.
Ο πεθερός λέει στο γαμπρό του, που είναι πολύ διαχυτικός: "Μόλις
αρραβωνιαστήκατε κι έχετε τόσες οικειότητες; Εγώ όταν
αρραβωνιάστηκα την πεθερά σου καθόμουν στη μια άκρη του δωματίου κι αυτή
στην άλλη.". Κι ο αρραβωνιαστικός, κοιτάζοντας
λοξά την πεθερά, απαντά: "Κι εγώ στη θέση σου πατέρα, το ίδιο θα
'κανα!".
17.
Ο ατζαμής οδηγός χτυπάει έναν περαστικό. Βγαίνοντας από το αμάξι του και
βλέποντας ότι το... θύμα δεν έμεινε στον τόπο του
λέει: "Είστε πολύ τυχερός! Σας χτύπησα ακριβώς μπροστά από ένα
ιατρείο.". Κι ο πεζός: "Είμαι λιγότερο τυχερός απ' ότι
νομίζετε. Είμαι ο γιατρός αυτού του ιατρείου!".
18.
Ο κουρέας ρωτά τον πελάτη: "Πώς θέλετε να σας χτενίσω σήμερα, κύριέ
μου;". "Όπως πάντα.", λέει ο πελάτης. "Μα, είναι
αδύνατον. Πριν από μια βδομάδα είχατε τρεις τρίχες κι έκανα τη χωρίστρα
δεξιά, πριν τρεις μέρες είχαν μείνει δύο και σας έκανα
χωρίστρα στη μέση. Όμως σήμερα βλέπω ότι σας έμεινε μόνο μια τρίχα.". Κι
ο πελάτης ατάραχος: "Δεν πειράζει, θα βγω έξω...
αχτένιστος!".
19.
Η μικρή δεν τα πάει καλά με την αριθμητική και η μάνα της αναλαμβάνει να
τη βοηθήσει: "Ας πούμε ότι είσαι μανάβισσα κι εγώ
πελάτισσα. Αγοράζω ένα κιλό πατάτες που κάνουν εκατό δραχμές κι ένα κιλό
ντομάτες που κάνουν διακόσιες το κιλό. Πόσα
πρέπει να σου δώσω;". Κι η μικρή σαστισμένη απαντά: "Δεν πειράζει, με
πληρώνετε αύριο...".
20.
Η μαμά δέρνει τον Μπόμπο. "Για να μάθεις να χτυπάς την αδελφή σου.". "Μα
τραβούσε τα αυτιά του σκύλου", απαντά ο
Μπόμπος. "Τότε θέλει ξύλο κι αυτή", απαντά η μαμά, που κλονίζεται για
την απόφασή της. Κι ο Μπόμπος όλο αυτοπεποίθηση
συμπληρώνει: "Κι όχι μόνο αυτό, αλλά δεν άφησε κι εμένα να τραβήξω τα
αυτιά του σκύλου ενώ ήταν η σειρά μου!".
21.
Ένας ναυαγός φτάνει σε ένα ερημονήσι. Πάνω που είχε απελπιστεί, βλέπει
μια σχεδία να πλησιάζει. Η σχεδία είχε επάνω της
έξι σούπερ γκόμενες, από το ίδιο ναυάγιο. Οι πρώτες βδομάδες πέρασαν
πολύ χαρούμενα. Μάλιστα, έβαλε και πρόγραμμα και
πηδούσε μια κάθε μέρα. Την Κυριακή ξεκουραζόταν. Σιγά σιγά, όμως, οι
δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν. Εξαντλημένος τελείως,
βλέπει ένα πρωινό μια σχεδία να πλησιάζει. Ο ναυαγός ήταν άντρας και
ο... παλιός ναυαγός πάει να τρελαθεί από τη χαρά του.
Με το που βλέπει ο τύπος με τη σχεδία έξι γυναίκες, λέει μ' αδερφίστικη
φωνή: "Καλέ, σαν πολλές δεν μαζευτήκαμε εδώ;". Και ο
άντρας: "Ωχ, πάει και η Κυριακή μου"!
22.
Ένας Γάλλος, ένας Αμερικανός και ένας Έλληνας έχουν γίνει στουπί στο
μεθύσι και συζητούν για τις χώρες τους. "Εμείς", λέει ο
Γάλλος, "έχουμε τον Πύργο του Άιφελ, που είναι εννιακόσια μέτρα
ψηλός...". "Σιγά", λέει ο Αμερικανός. "Εμάς το Εμπάιαρ Στέιτ
είναι δυόμισι χιλιόμετρα ύψος...". "Δεν μασάω Χριστό", λέει η Ελληνάρα:
"Εμείς έχουμε έναν τύπο στη Λάρισα που τον έχει
εβδομήντα πόντους!". Οι άλλοι μένουν ξεροί. "Εβδομήντα; Αποκλείεται!".
"Κι όμως. Έτσι είναι", λέει η Ελληνάρα. "Εβδομήντα
πόντους! Αφού τον έδειξε σ' ένα γαϊδούρι και το γαϊδούρι αυτοκτόνησε!".
Το πρωί, όμως, ξεμέθυστοι πλέον και οι τρεις, είναι
πιο... ελαστικοί. "Παιδιά", λέει ο Γάλλος. "Χθες βράδυ σας είπα ένα
ψεματάκι. Ο Πύργος του Άιφελ δεν είναι εννιακόσια μέτρα
ψηλός. Είναι... εφτακόσια...". Ο Αμερικανός, τα αλλάζει κι αυτός: "Και
σε μας", λέει, "το Εμπάιαρ Στέιτ δεν είναι δυόμισι
χιλιόμετρα ψηλό. Είναι... ενάμισι...". Τους κοιτάζει, λοιπόν, καλά καλά
και η Ελληνάρα και λέει: "Για να λέμε την αλήθεια, κι εγώ
σας είπα ένα ψεματάκι παιδιά. Για τον τύπο που τον έχει εβδομήντα
πόντους εννοώ... Ξέρετε... Δεν είναι ακριβώς έτσι. Εννοώ
δηλαδή... δεν είναι από τη Λάρισα, από τα Τρίκαλα είναι"!
23.
Ένας τύπος, γνωστός τσιγκούνης, μπαίνει στο καφενείο μπουρινιασμένος.
"Τι έπαθες πάλι;", τον ρωτούν. "Με τέτοια γυναίκα
που έχω, πως να μην έχω πάρει ανάποδες; Όλο λεφτά μου ζητάει!". "Και τι
τα κάνει;". "Ξέρω κι εγώ; Σάμπως της έδωσα
ποτέ;".
24.
Δύο γεωργοί συζητούν: "Αυτή η βροχή είναι ευλογία Θεού. Η γη θα βγάλει
ό,τι κρατά στα σπλάχνα της. Κι ο άλλος έντρομος:
"Αμάν, κάηκα. Το ξέρεις πολύ καλά ότι είμαι τρεις φορές χήρος...".
25.
Δύο φίλοι συναντιούνται μετά από καιρό. "Νίκο", λέει ο ένας. "Γιατί
φοράς πένθος;". "Έχασα τη γυναίκα μου. Πήγε για ιππασία
και την έριξε το άλογο". "Δε μου λες", ξαναρωτάει ο άλλος, "μου το
πουλάς αυτό το άλογο;". "Όχι, γιατί σκέφτομαι να
ξαναπαντρευτώ"!
26.
"Γυναίκα, αποφάσισα να ξενιτευτώ. Εδώ διαβάζω ότι στη Σουηδία το κράτος
πληρώνει με 25.000 δραχμές τη σεξουαλική επαφή
με τις Σουηδέζες, για να χτυπηθεί η υπογεννητικότητα", λέει με κομπασμό
ο σύζυγος. Και η γυναίκα του όλο... κακία, απαντά:
"Να πας, αγάπη μου, και να σε δω πώς θα τη βγάζεις με 25.000 δραχμές το
μήνα στη Σουηδία!".
27.
Στον ΟΑΕΔ δυο άνθρωποι συζητούν. "Δυστυχισμένε, είσαι πολύ καιρό
άνεργος;", ρωτάει ο ένας. "Δυστυχώς, ναι, από τότε που
πέθανε η μάνα μου". "Και πότε πέθανε;", συνεχίζει ο πρώτος. Και ο άλλος:
"Στη γέννα"!
28.
Οι δύο τύποι, χαμένοι στο καζίνο, πιάνουν την κουβέντα. "Πόσες φορές
κάνεις έρωτα με τη γυναίκα σου την εβδομάδα;", ρωτάει
ο ένας. "Έξι". "Και εγώ επτά. Έξι και επτά μας κάνει δεκατρία. Δεν
παίζουμε το δεκατρία να ρεφάρουμε;". Παίζουν λοιπόν το
δεκατρία, αλλά η μπίλια κάθεται στο... μηδέν. "Ρε συ", λέει ο πρώτος,
"άμα λέγαμε την αλήθεια, θα 'χαμε κερδίσει τώρα!".
29.
Ο έξαλλος πελάτης στο σερβιτόρο: "Γκαρσόν, τι ζώο είναι αυτό που πλέει
στη σούπα μου;". "Συγνώμη, κύριε, αλλά αν ήμουν
δυνατός στη ζωολογία, θα γινόμουν κτηνίατρος κι όχι γκαρσόνι!".
30.
Μια νεαρή σύζυγος είναι πραγματική καταστροφή στην κουζίνα. Ένα βράδυ
που ο άνδρας της γυρίζει σπίτι και τη βλέπει να
κλαίει, τη ρωτά: "Τι έγινε, αγάπη μου;". "Να... σου είχα ετοιμάσει ένα
γλυκό, αλλά το έφαγε ο σκύλος", του λέει αυτή, ξεσπώντας
σε λυγμούς. Κι ο σύζυγος: "Έλα τώρα. Πώς κάνεις έτσι; Θα σου πάρω άλλο
σκύλο"!
31.
Ο πελάτης μπαίνει στο κατάστημα οπτικών να αγοράσει γυαλιά. Ξαφνικά μετά
από αρκετή ώρα φοράει ένα ζευγάρι και λέει με
έντονη δυσφορία στον υπάλληλο: "Αυτά τα γυαλιά με κάνουν να μοιάζω με
ηλίθιο". "Φυσικά", απαντά ο υπάλληλος, "αυτά είναι
τα γυαλιά σας! Με αυτά ήρθατε στο μαγαζί!".
32.
Ο Πόντιος πηγαίνει στο αυτόματο μηχάνημα καφέ, ρίχνει το κέρμα του και
πέφτει το φραπεδάκι του. Αμέσως ρίχνει κι άλλο κέρμα
και παίρνει κι άλλο καφέ. Συνεχίζει με τρίτο και τέταρτο. Κάποια στιγμή
ένας περαστικός, που περίμενε να πάρει κι αυτός καφέ,
τον ρωτάει: "Μέχρι πότε θα παίρνεις καφέδες;". Και ο Πόντιος: "Μέχρι να
πάψω να κερδίζω"!
33.
Ο Μπόμπος προσεύχεται μεγαλόφωνα: "Θεούλη μου, σε παρακαλώ, στείλε μου
ένα ποδήλατο στα γενέθλιά μου". "Δεν είναι
ανάγκη να φωνάζεις, ο Θεός δεν είναι κουφός", του λέει η μάνα του. "Το
ξέρω", απαντά ο Μπόμπος, "αλλά η γιαγιά που βλέπει
τηλεόραση στο διπλανό δέν δωμάτιο είναι !!!"
34.
Ο πελάτης στο φαρμακείο ζητάει ένα προφυλακτικό, μια ασπιρίνη και ένα
ποτήρι νερό. Ο φαρμακοποιός τον εξυπηρετεί και
έκπληκτος βλέπει ότι ο πελάτης βάζει την ασπιρίνη στο προφυλακτικό, το
γεμίζει νερό και μετά το καταπίνει. "Κύριε, δεν
κατάλαβα τι προσπαθείτε να θεραπεύσετε;", ρωτά ο φαρμακοποιός. Και ο
πελάτης: "Έναν... πούστη πονοκέφαλο"!
35.
"Γιατρέ, σας επισκέπτομαι για εικοστή φορά και κάθε φορά μου δίνετε και
διαφορετικό φάρμακο", λέει ο εξοργισμένος ασθενής
στο γιατρό. Και αυτός του απαντάει: "Υπομονή, φίλε μου. Πού θα πάει.
Κάποια στιγμή θα βρούμε το σωστό"!
36.
Ο τύπος δικάζεται για κατάχρηση, και ο πρόεδρος του λέει: "Είχες
κανένα... συνέταιρο στην επιχείρησή σου;". Και ο
καταχραστής: "Τι λέτε, κύριε πρόεδρε; Συνέταιρο; Μπορείς να βρεις τίμιο
άνθρωπο σήμερα για να τον κάνεις συνέταιρο;"!
37.
Δύο μικροαπατεώνες συναντιούνται στο δρόμο: "Χαρούμενο σε βλέπω. Έκανες
καμιά καλή μπίζνα;", ρωτάει ο ένας. "Μόλις
πήρα δύο επιταγές από την ασφάλεια. Η μια είναι για τη φωτιά και η άλλη
για το χαλάζι", απαντά ο άλλος. "Μπράβο, βρε θηρίο.
Όμως, για πες μου, το χαλάζι πως το έριξες;".
38.
Λέει η δασκάλα σεξολογίας στο σχολείο: "Αυτό είναι το αιδοίο, αυτό είναι
το στήθος, να σας δείξω τώρα πώς γίνεται η συνουσία".
Και ο Μπόμπος: "Κυρία, εμείς που έχουμε γαμήσει μπορούμε να πάμε να
παίξουμε μπάσκετ;".
39.
Δύο τρελοί βλέπουν σ' ένα δέντρο δύο παπαγάλους. Ο ένας είναι κόκκινος
κι ο άλλος πράσινος. Πάει ο ένας από αυτούς να τους
πιάσει και κατεβαίνει κρατώντας τον κόκκινο παπαγάλο. "Μα γιατί δεν
έπιασες και τον πράσινο;", τον ρωτάει ο άλλος τρελός. Κι
ο άλλος, με τον κόκκινο παπαγάλο στο χέρι, του λέει πονηρά: "Τον άφησα
να ωριμάσει!".
40.
Ο Γιωρίκας μέσα στο λεωφορείο έχει καρφωμένα τα μάτια του στον απέναντί
του. Τον κοιτάζει με τρομερή έκπληξη κι αυτός δεν
αντέχει και τον ρωτάει: "Συγνώμη, βλέπετε τίποτα περίεργο;". "Ναι,
μοιάζετε καταπληκτικά με τη Σουμέλα, τη γυναίκα μου. Αν
δεν υπήρχε το μουστάκι θα ήσασταν ολόιδιοι". "Μα, με δουλεύεις, άνθρωπέ
μου, δεν έχω μουστάκι!", λέει ο τύπος. Κι ο Γιωρίκας:
"Εσύ όχι. Έχει όμως η Σουμέλα..."!
41.
Ο νεαρός υπάλληλος μιας μεγάλης εταιρίας συναντά στο ασανσέρ το γενικό
διευθυντή και του λέει: "Είμαι πολύ τυχερός, κύριε!
Πάνω από ένα μήνα προσπαθώ να σας συναντήσω". "Καλά, κλείσε ένα ραντεβού
με τη γραμματέα μου", λέει αδιάφορα ο κύριος
γενικός. Κι ο νεαρός υπάλληλος απαντά: "Το έκανα, κύριε, και πέρασα τρία
υπέροχα Σαββατοκύριακα μαζί της. Αλλά μ' εσάς
θέλω να μιλήσω"!
42.
Πάει ο τύπος σ' ένα ιερέα για να εξομολογηθεί. Του λέει ο ιερέας: "Πες
μου, τέκνον μου, τι αμαρτία πιστεύεις ότι έχεις κάνει;". Ο
τύπος αρχίζει να μιλά: "Πήγα μια μέρα στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς
μου, για να πάμε βόλτα. Αυτή όμως έλειπε. Ήταν εκεί η
μεγάλη της αδελφή. Ε, τώρα, μόνη αυτή στο σπίτι, μόνος εγώ, έγινε το
κακό". "Μα παιδάκι μου, με τη μεγάλη αδελφή της
αρραβωνιαστικιάς σου πήγες να το κάνεις;". "Δεν ήταν μόνο αυτό",
συνεχίζει ο μεταμελημένος τύπος, που συνεχίζει ακάθεκτος,
"την άλλη μέρα που πήγα ήταν εκεί η μικρή της αδελφή. Ε, τώρα, μόνη
αυτή, μόνος εγώ, δεν άργησε να γίνει το... κακό". Ο
πάτερ άκουγε και δεν πίστευε στ' αυτιά του. "Τέκνον μου, είναι βαριά τα
κρίματά σου, αμφιβάλλω αν συγχωρεθούν". Ο τύπος
όμως δεν είχε τελειώσει: "Ξέρετε, πάτερ, κι άλλη μια φορά πήγα σπίτι και
βρήκα μόνη τη μητέρα της. Τι να σας πω. Μόνος εγώ,
μόνη αυτή, έγινε το κακό...". Σε κάποια στιγμή ο τύπος σηκώνει το κεφάλι
του, αλλά ο παπάς έχει γίνει "άφαντος". Τον αναζητεί
και τον βλέπει πίσω από κάτι κουρτίνες. "Γιατί, πάτερ, κρυφτήκατε εκεί
πίσω;", αναρωτιέται ο τύπος. Κι ο παπάς έντρομος: "Δεν
καταλαβαίνεις; Μόνος εγώ, μόνος εσύ, άσε να μη γίνει τίποτα!".
43.
Ο νεαρός πάει στο γιατρό. "Δεν μου λέτε", του λέει. "Η ομοφυλοφιλία
είναι κληρονομική;". "Όχι, γιατί ρωτάς;", λέει ο γιατρός.
"Να", απαντάει, "ο πατέρας μου είναι ομοφυλόφιλος". "Και τι σημασία
έχει;", του λέει ο γιατρός. "Να", συνεχίζει ο νεαρός, "αλλά,
ξέρετε, διαπίστωσα ότι είναι και ο αδερφός μου". "Και λοιπόν;", επιμένει
ο γιατρός. "Ναι, αλλά είναι και οι δύο αδερφοί του
πατέρα μου"... Ο γιατρός αρχίζει να κλονίζεται. "Σοβαρά;", ρωτάει.
"Βέβαια", λέει ο γιατρός. "Κι ο παππούς μου ομοφυλόφιλος
ήταν. Και τα αδέρφια του παππού μου"... Ο γιατρός τα 'χει παίξει: "Μα,
καλά, δεν υπάρχει κανείς στην οικογένειά σου που να
πηγαίνει με γυναίκες;", ρωτάει. "Πώς δεν υπάρχει", λέει ο νεαρός. "Η...
αδερφή μου!".
44.
Ο ταρίφας κατεβαίνει τη Συγγρού. Ένας τύπος με μια βαλίτσα του κάνει
νόημα. Σταματάει ο ταρίφας και ρωτάει: "Που πας, ρε
μεγάλε;". "Στη Φρανκφούρτη!", λέει αυτός. "Έμπα!", απαντάει ο ταρίφας.
Μετά από... τρεις μέρες και ενώ το κοντέρ έχει γράψει
325.000 δραχμές, φτάνουν στη Φρανκφούρτη. Κατεβαίνει ο τύπος και ο
ταρίφας πάει να φύγει. "Ωραία θα ήταν", λέει από μέσα
του, "να βρίσκαμε τώρα και κανέναν για την επιστροφή, ε;". Εκεί που το
λέει, τσουπ, βλέπει έναν τύπο να του κάνει νόημα! "Πού
πας, ρε γίγαντα;", τον ρωτάει. "Στη... Γλυφάδα", λέει αυτός. "Έμπα",
λέει ο ταρίφας και ξεκινάνε. Πέντε χιλιόμετρα πιο πέρα, ο
ταρίφας βλέπει κι άλλον να του κάνει νόημα. "Να τον πάρουμε, άμα
λάχει;", ρωτάει... τυπικά και -βέβαια- σταματάει έτσι κι
αλλιώς και ρωτάει: "Πού πάμε ρε γίγαντα;". "Στου... Ζωγράφου!", λέει ο
τύπος. Και ο ταρίφας: "Μπα. Εμείς πάμε... παραλία"!
45.
Ο τύπος την πέφτει στο δρόμο σε μια άγνωστη κοπέλα: "Πάμε να σε
ξεσκίσω;". "Στο σπίτι μου ή στο σπίτι σου;", απαντά αυτή.
Και ο τύπος... μπλοκαρισμένος: "Αν είναι να το συζητήσουμε, άσ' το
καλύτερα."!
46.
Ο ευγενέστατος και μορφωμένος καθηγητής της Θεολογίας επισκέπτεται το
σπίτι του περίφημου αρχιμανδρίτη, ο οποίος είναι
ίνδαλμά του. Κοστουμαρισμένος, σένιος, φρεσκοξυρισμένος και τα σχετικά,
χτυπά την πόρτα και, μόλις αντικρίζει το νεωκόρο,
του λέει μελιστάλαχτα: "Καλημέρα σας και ο Θεός μαζί σας. Θα μπορούσα,
ίσως, να έχω την τύχη και την ευτυχία να συνομιλήσω
μετά του Σεβασμιότατου;". "Μπα...", λέει ξερά ο νεωκόρος. "Μάλιστα.
Αντιλαμβάνομαι. Μάλλον δεν έχει χρόνο στη διάθεσή του.
Θα μπορούσα, τότε, λοιπόν, έστω να του υποβάλλω απλώς τα σέβη μου;".
"Μπα, όχι τώρα. Ξεκουράζεται...", ξαναλέει,
ψιλοχύμα, ο νεωκόρος. Ο θεολόγος αποφασίζει να κάνει σχολιάκι: "Ω,
αντιλαμβάνομαι. Αντιλαμβάνομαι. Κανένα πρόβλημα.
Κανένα απολύτως. Θα επιστρέψω αργότερα, όταν ο Σεβασμιότατος δεν θα
βρίσκεται στις αγκάλες του Μορφέως...". Και ο
νεωκόρος: "Ποιου Μορφέως, ρε μεγάλε; Απ' όσο ξέρω... Βαγγέλη τον λένε
τον κηπουρό"!
47.
Ο γύφτος πάει στο παπουτσάδικο. "Τέλω ένα ζευγκάρι παπούτσια γκια το
γκιό μου. Τριάντα ντύο νούμερο...", λέει. Του δίνει ο
υπάλληλος, φεύγει ο γύφτος. Ύστερα από τρεις μήνες, ξαναπάει. "Τέλω ένα
ζευγκάρι παπούτσια γκια το γκιό μου. Τριάντα τρία
νούμερο...", λέει. Του δίνει ο υπάλληλος, φεύγει ο γύφτος. Ύστερα από
τρεις μήνες, να τος πάλι: "Τέλω ένα ζευγκάρι παπούτσια
γκια το γκιό μου. Τριάντα τέσσερα νούμερο...". Του δίνει ο υπάλληλος,
φεύγει ο γύφτος. Ύστερα από τρεις μήνες... στην ώρα του:
"Τέλω ένα ζευγκάρι παπούτσια γκια το γκιό μου. Τριάντα ένα νούμερο...",
λέει. Ο υπάλληλος, τρελαίνεται: "Μα, καλά", τον
ρωτάει, "το τελευταίο ζευγάρι το πήρατε τριάντα τέσσερα νούμερο. Για τον
άλλο γιο σας είναι αυτό;". "Όκι. Γκια τον ίντιο!". "Και,
καλά. Θα του κάνει τώρα το μικρότερο νούμερο;". "Τα του κάνει, τα του
κάνει", λέει ο γύφτος. "Κτες, μπλέπεις, του... έκοψα τα
νύκια"!
48.
Ο Κρητίκαρος σταματάει ένα ταξί στα Σφακιά. Με το που ξεκινάνε, βγάζει
ένα πιστόλι και το κολλάει στο σβέρκο του ταξιτζή.
"Μπρος", του λέει. "Κάμε στην άκρη, επαέ και... τράβα μια μαλατσία".
Τρελαίνεται ο ταξιτζής, αλλά τι να κάνει; Υπακούει.
"Μπρος", του λέει πάλι... αμέσως μετά ο Κρητίκαρος. "Τράβα τσι άλλη
μία"... Μετά δώσ' του ξανά: "Τσι άλλη μία". Και δώσ' του
πάλι: "Τσι άλλη μία"... Ο ταξιτζής, όμως, έχει... ρέψει πια και δεν
αντέχει: "Άμα θες σκότωσέ με", του λέει, "αλλά ήμαρτον. Δεν
αντέχω πια". "Είσαι σίγουρος, μωρέ, πως δεν μπορείς;". "Στ' ορκίζομαι",
λέει ο ταξιτζής. "Ε, τότενες, πάμε πίσω", του λέει ο
Κρητίκαρος. Πάνε, λοιπόν, ξανά πίσω, οπότε ο Κρητίκαρος μπαίνει στο
σπίτι, βγαίνει με την κόρη του έξω και πριν τη βάλει στο
ταξί, της λέει: "Εντάξει, Μαρία. Ετούτος εδώ... θα σε πάει στο Λασίθι"!
49.
Ο τύπος κερδίζει στο ΛΟΤΤΟ 57.550.550 δραχμές καθαρά και, σούμπιτος
φεύγει για την αντιπροσωπία της Φεράρι. "Θέλω
αυτήν...", λέει στον υπάλληλο και, τσουπ, ανοίγει την τσάντα και βγάζει
το ρευστό. Μετράει ο υπάλληλος και μετά του λέει:
"Κύριε, δυστυχώς το αυτοκίνητο κάνει 57.550.600 δραχμές, με πινακίδες
και τα λοιπά...". Ψάχνει στην τσέπη του ο τύπος, τίποτε.
Στην άλλη, στις μέσα τσέπες, πουθενά πενηντάρικο! "Περιμένετε", λέει
στον υπάλληλο και βγαίνει έξω. Βρίσκει ένα περίπτερο
και λέει στον περιπτερά: "Σε παρακαλώ, καλέ μου άνθρωπε, σώσε με. Όλη
μου τη ζωή ήθελα να αγοράσω μια Φεράρι και άμα
δεν την αγοράσω εδώ και τώρα, θα πάθω εγκεφαλικό. Θα σκάσω. Θα ψοφήσω
σαν το σκυλί. Το καταλαβαίνεις; Χάνομαι! Σε
ικετεύω, δώσε μου ένα πενηντάρικο να πάω να την πάρω ΤΩΡΑ και θα σ' το
φέρω πίσω αύριο πρωί πρωί!". Και ο περιπτεράς:
"Καλά, καλά. Μην τρελαίνεσαι, ρε μεγάλε. Να. Πάρε ένα κατοστάρικο και...
πάρε μου και εμένα μία!".
50.
Ο τύπος ψάχνει απεγνωσμένα για δουλειά, αλλά είναι ανειδίκευτος. Πάει,
λοιπόν, σ' ένα εργοστάσιο και του λέει ο ιδιοκτήτης:
"Δεν χρειάζεται να ξέρεις τίποτε. Ορίστε. Θα παίρνεις από εδώ κάθε μια
βίδα όπως θα περνάει από μπροστά σου και θα την
πετάς στο κουτί εδώ. Εντάξει;". "Εντάξει". Την άλλη μέρα, τον ρωτάει ο
ιδιοκτήτης: "Όλα εύκολα;". "Περίπατος", λέει ο εργάτης.
"Ε, τότε", του λέει το αφεντικό, "δεν θα σου κάνει κόπο να παίρνεις και
κάθε παξιμάδι, έτσι;". "Όχι", λέει ο εργάτης. Την άλλη
μέρα, τον ξαναρωτάει ο ιδιοκτήτης: "Εύκολο;". "Εύκολο". "Ε, τότε, όπως
κάθεσαι που κάθεσαι, δεν ρίχνεις και μια κλοτσιά στο
κουτί με τις βίδες, μόλις γεμίζει να το στέλνεις στον ιμάντα, πιο
κάτω;". Τι να πει ο εργάτης, λέει ναι. Ο ιδιοκτήτης, όμως, είναι...
αδίστακτος. Την άλλη μέρα, πάει και λέει στον εργάτη: "Εύκολο δεν είναι;
Οπότε τώρα που πήρες το 'κολάι', δεν ρίχνεις και μια
κλοτσιά στο κουτί με τα παξιμάδια, όταν θα γεμίζει;". Ο εργάτης συμφωνεί
μεν, αλλά... τα 'χει πάρει στο κρανίο. Οπότε καθώς
φεύγει ο ιδιοκτήτης, του φωνάζει: "Να σας πω. Μια και κάθομαι και δεν
κάνω και τίποτε δύσκολο, δεν μου βάζετε και ένα...
πινέλο στον κώλο, να βάφω και τα κάγκελα συγχρόνως;"!
51.
Δύο καλόγριες φεύγουν από το μοναστήρι για να κουβαλήσουν νερό. Στο
δρόμο κάποιος τις πιάνει και τις βιάζει. "Τι θα πούμε
τώρα στην ηγουμένη;", λέει η μία καθώς γέμιζε με νερό τη στάμνα. "Πώς θα
δικαιολογήσουμε το ότι μας βίασε δύο φορές;". "Όχι
δύο, μία φορά μας βίασε", λέει η άλλη. "Μία όταν ερχόμασταν! Κι άλλη μία
τώρα που θα γυρνάμε...", απαντά η πρώτη.
52.
Ο τύπος μπαίνει στο εστιατόριο που φημίζεται για το σέρβις του στους
πελάτες και παραγγέλνει αγριογούρουνο. Περιμένει να
έρθει το αγριογούρουνο, περιμένει, ξαναπεριμένει, τίποτα. Λίγο αργότερα
ακούει φοβερούς θορύβους από την κουζίνα και
φωνάζει το γκαρσόνι. "Έχω παραγγείλει εδώ και ώρα, τι γίνεται το
φαγητό;", ρωτάει. "Θα έρθει σύντομα, κύριε", του απαντά το
γκαρσόνι. "Και δεν μου λες, τι είναι αυτός ο θόρυβος στην κουζίνα;",
ξαναρωτάει ο πελάτης. Και το γκαρσόνι με κάποια συστολή:
"Ξέρετε, αγριογούρουνο έχουμε, αλλά δεν είναι άγριο και προσπαθούμε τώρα
να το αγριέψουμε"!
53.
Ο τύπος μπαίνει στο σούπερ μάρκετ κι όπως γυρνάει, βλέπει ξαφνικά μια
στοίβα κοτόπουλα με τιμή... 100 δραχμές το κιλό.
Επιτόπου γεμίζει δύο καρότσια και πάει προς το ταμείο. Εκεί, όμως, η
ταμίας τον... ξεραίνει: "Ξέρετε, κύριε", του λέει. "Δεν
κάνουν 100 δραχμές το κιλό τα κοτόπουλα. Κάνουν 1.000, αλλά έχει γίνει
λάθος...". Ο τύπος γίνεται έξαλλος: "Με κοροϊδεύετε.
Αίσχος. Δεν μασάω Χριστό. Εκατό τα είδα, εκατό θα τα πληρώσω...".
"Μα...". "Δεν έχει μα και ξεμά. Εμπρός. Χτυπήστε τα με
εκατό...". "Μα, δεν μπορώ...". "Να μπορέσεις...". Ακούει κι ο διευθυντής
τον καβγά και έρχεται να δώσει τη λύση. "Ακούστε,
κύριε", του λέει χαμηλόφωνα. "Η κοπέλα δεν μπορεί να σας πει τον
πραγματικό λόγο που είναι τόσο φτηνά τα κοτόπουλα. Κι
εγώ μόλις τώρα τον έμαθα. Μας τα πούλησαν, βλέπετε, πενήντα δραχμές το
κιλό κι εμείς τα βάλαμε εκατό, αλλά δεν ξέραμε ότι
έχουν... AIDS!". Και ο τύπος: "Ε, και; Σάμπως θα τα... πηδήξω;"!
54.
Τρεις ομοφυλόφιλοι διηγούνται στον Μικρούτσικο πώς τους συνέβη. "Εγώ",
λέει ο πρώτος, "από τότε που θυμάμαι τον εαυτό
μου, τα αγόρια μου άρεσαν...". "Εμένα", λέει ο άλλος, "μου έτυχε μία
ερωτική απογοήτευση όταν ήμουν στην εφηβεία, με
παρηγόρησε ένας συμμαθητής μου κι από τότε...". "Εγώ", λέει και ο
τρίτος, "έγινα από ατύχημα. Όταν ήμουν έντεκα χρονών,
ήμουν στο περιβόλι του θείου μου, σκυμμένος στις ντομάτες και ξαφνικά
ήρθε ένας βοσκός και εκεί που καθόμουνα, τσουπ, μου
τον φόρεσε...". "Καλά", ρωτάει ο Μικρούτσικος, "κι εσείς δεν
αντιδράσατε;". "Κοιτάξτε", λέει ο τύπος, "προσπάθησα να του
ξεφύγω, αλλά πώς να τρέξω στα χωράφια με... κάτι γόβες νααα;".
55.
Δύο κυνηγοί αρκούδων συζητούν. "Πώς καταφέρνεις και τις πιάνεις τόσες
αρκούδες;", ρωτά ο ένας. "Α, απλό, απλούστατο", λέει
ο άλλος. "Οι αρκούδες είναι χαζές. Αρκεί να βρεις τη σπηλιά τους,
μπαίνεις μέσα και φωνάζεις: Ουουουουου. Φωνάζει κι αυτή:
Ουουουουου. Περιμένεις να πλησιάσει, να δεις καλά τα μάτια της να
γυαλίζουν, σηκώνεις το όπλο, σημαδεύεις ανάμεσά τους και
πυροβολείς! Αυτό είναι. Τέζα η αρκούδα". "Μάλιστα", λέει ο άλλος και
κατευθείαν, βγαίνει για κυνήγι και... ξυπνάει στο
νοσοκομείο τσακισμένος! "Τι έπαθες, ρε;", του λέει ο φίλος του. "Άσε",
λέει αυτός. "Βρίσκω, που λες, τη σπηλιά, μπαίνω μέσα
και φωνάζω: Ουουουουου. Ακούω: Ουουουουου. Προχωράω και, όπως μου το
'χες πει, βλέπω τα μάτια να γυαλίζουν.
Συγκινημένος, ξαναφωνάζω: Ουουουουου. Ξανακούω: Ουουουουου. Περιμένω και
μόλις βλέπω τα μάτια της να πλησιάζουν
πολύ, σηκώνω το όπλο, σημαδεύω, πυροβολώ και τότε... βγαίνει το τρένο!".
56.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Γιατί τα Χριστούγεννα, όταν στολίζουμε το δέντρο, βάζουμε το
αγγελάκι στην κορυφή;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Είναι Χριστούγεννα, και ο Αι-Βασίλης κάθεται με τη γυναίκα του
στο τζάκι. Κάποια στιγμή σηκώνεται και αρχίζει να
βάζει τα δώρα στο σάκο του για να τα μοιράσει. Ξαφνικά η γυναίκα του του
λέει: "Μα, πάλι θα φύγεις; Τι θα γίνει με αυτή την
κατάσταση; Κάθε Χριστούγεννα θα έχουμε τα ίδια; Δε θα περάσουμε μια φορά
κι εμείς Χριστούγεννα μαζί, σαν όλες τις
οικογένειες;", "Μα", λέει ο Αι-Βασίλης, "δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, αυτή
είναι η δουλειά μου. Δεν μπορώ να μην μοιράσω
δώρα στα παιδιά". "Δεν με νοιάζει", λέει η γυναίκα του, "σαν γυναίκα σου
κι εγώ, θέλω να περάσουμε Χριστούγεννα μαζί. Και να
το ξέρεις, αν φύγεις θα βρεις την πόρτα κλειστή και εμένα να με ξεχάσεις
από γυναίκα σου". "Μα, σε παρακαλώ, σοβαρέψου. Δεν
είναι πράγματα αυτά. Δεν μπορώ να αφήσω το αφεντικό έτσι ξεκρέμαστο.
Σκέψου τα καημένα τα παιδιά που θα μείνουν χωρίς
δώρα", ξαναλέει ο Αι-Βασίλης. "Δε με νοιάζει τίποτα", επιμένει η γυναίκα
του. "Αν φύγεις, εμένα να με ξεχάσεις από γυναίκα
σου", του λέει και πηγαίνει στην κουζίνα κλείνοντας με δύναμη την πόρτα
πίσω της. Νευριασμένος ο Αι-Βασίλης αρχίζει να
πετάει με δύναμη τα δώρα μέσα στον σάκο του μουρμουρίζοντας. Σε κάποια
στιγμή χτυπάει το κουδούνι. "Ποιος να είναι τέτοια
ώρα;", λέει νευριασμένος, πάντα, ο Αι-Βασίλης και πηγαίνει να ανοίξει
την πόρτα. Ανοίγει την πόρτα και βλέπει ένα αγγελάκι να
του λέει: "Γεια σου Αι-Βασίλη, έφερα το δέντρο, πού να το βάλω;"!
57.
Δύο φίλοι συζητούν: "Εγώ στη γυναίκα μου, στη γιορτή της, της πήρα δύο
δώρα. Ένα Μερσεντές και ένα Μπε-Εμ-Βε. Άμα δεν
γουστάρει το ένα, να οδηγεί το άλλο". "Κι εγώ", λέει ο άλλος, "της πήρα
δύο δώρα, αλλά δεν είμαι τόσο πλούσιος. Της πήρα στη
γιορτή της ένα ζευγάρι παντόφλες και ένα δονητή. Άμα δεν γουστάρει τις
παντόφλες, να πάει να πηδηχτεί!".
58.
Ο μικρός Βορειοηπειρώτης πάει για πρώτη μέρα στο ελληνικό σχολείο. "Εδώ
που ήρθες", του λέει η δασκάλα, "είναι Ελλάδα! Η
πατρίδα σου. Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτε πια. Είσαι Έλληνας και έτσι
πρέπει να νιώθεις. Ούτε να λες ότι ονομάζεσαι Αλτίμ.
Αλέκος θα λες ότι ονομάζεσαι, εντάξει;". "Εντάξει", λέει ο Αλέκος.
"Είμαι Έλληνας, με λένε Αλέκο και δεν έχω να φοβηθώ
τίποτε"! Φεύγει μετά το σχολείο, λοιπόν, αλλά αντί να πάει στο σπίτι,
μπλέκει με μπάλα, κάνει τα ρούχα του χάλια, τα γόνατά του
επίσης και μαζεύεται στις δέκα η ώρα σπίτι του. Τον βουτάει η μάνα και
του τις βρέχει για τα καλά! Τη βρίζει η Αλεκάρα τη μάνα
του, τις τρώει και από τον πατέρα του. Την άλλη μέρα, τον βλέπει η
δασκάλα και τον ρωτάει: "Τι έπαθες, Αλέκο μου; Ποιος σε
χτύπησε;". Και ο Αλέκος: "Τίποτε σοβαρό, κυρία. Απλώς χθες βράδυ μου
την... έπεσαν κάτι Αλβανοί"!
59.
Η κυρία πάει στο γιατρό: "Γιατρέ μου", του λέει, "ο άντρας μου δεν με
ικανοποιεί". Ο γιατρός την εξετάζει, αλλά δεν βρίσκει
τίποτε. Με... τρόπο, λοιπόν, της λέει: "Ξέρετε, ίσως θα έπρεπε να...
δοκιμάσετε κάτι άλλο". "Έχω δοκιμάσει, γιατρέ μου, τίποτε".
"Ε, δοκιμάστε κι άλλον", λέει ο γιατρός. "Κι αυτό το έχω κάνει". "Ε,
δοκιμάστε και τρίτον", λέει, πάλι, ο γιατρός. "Ακούστε,
γιατρέ", απαντάει η κυρία. "Για να μην πολυλογούμε. Τριακόσιους έχω
δοκιμάσει. Τίποτε"! Ο γιατρός... τρελαίνεται. "Κυρία μου",
της λέει, "νιώθω συγκινημένος. Είναι η πρώτη περίπτωση ανομοιογενούς
κατανομής της ψυχολογικής σεξουαλικότητας που
συναντώ". "Πώς το είπατε αυτό;", ρωτάει η κυρία. "Ανομοιογενής κατανομή
της ψυχολογικής σεξουαλικότητας", λέει ο γιατρός.
"Δηλαδή, αυτό έχω;". "Ναι". "Και μπορείτε μήπως να μου το δώσετε
γραμμένο;", ρωτάει η κυρία. "Ναι", λέει ο γιατρός, "αλλά
γιατί;". "Γιατί, γιατρέ μου", απαντάει η κυρία, "όπου πάω... πουτάνα με
ανεβάζουνε, πουτάνα με κατεβάζουνε"!
60.
Ένα πλοίο βουλιάζει στη μέση του ωκεανού. Όλες οι βάρκες έχουν γεμίσει
και έχουν φύγει, εκτός από μία, η οποία όμως χωράει
τρία άτομα. Πάνω στο πλοίο έχουν μείνει ο καπετάνιος, δύο λευκοί και
ένας μαύρος. Όταν φτάνουν στη βάρκα ο καπετάνιος λέει:
"Ως καπετάνιος του πλοίου, δικαιούμαι μία θέση. Ένας λοιπόν από εσάς δεν
θα έρθει με τη βάρκα". Μόλις το ακούει αυτό ο
μαύρος, αρχίζει να γκρινιάζει: "Ξέρω, εγώ θα μείνω γιατί είμαι μαύρος".
"Όχι", λέει ο καπετάνιος, "εγώ δεν είμαι ρατσιστής και
δεν θα επιτρέψω να γίνει κάτι τέτοιο. Θα γίνει κλήρωση με ερωτήσεις.
Όποιος δεν απαντήσει σωστά θα μείνει πίσω.
Σύμφωνοι;". "Σύμφωνοι", λένε όλοι. "Λοιπόν, ποιο ήταν το μεγαλύτερο
ναυάγιο στην ιστορία;", ρωτάει τον ένα λευκό. "Ο
Τιτανικός", απαντάει εκείνος. "Πόσοι άνθρωποι πνίγηκαν;", ρωτάει το
δεύτερο λευκό. "Χίλιοι πεντακόσιοι", απαντάει εκείνος.
"Ονόματα και διευθύνσεις", ρωτάει το μαύρο.
61.
Ο τύπος φωνάζει το σπιτονοικοκύρη του για να του κάνει παράπονα.
"Ορίστε", του λέει. Θα δεις τώρα τι χαμός γίνεται με τα
ποντίκια!". Αφήνει κάτω ένα κομμάτι τυρί και ύστερα από πέντε λεπτά,
τσουπ, σκάνε από το πουθενά τρία ποντίκια και το κάνουν
"να". "Ε, καλά", λέει ο ιδιοκτήτης. "Τρία ποντικάκια τώρα και κάνεις
έτσι;". "Τρία; Επειδή ήταν λίγο το τυρί", λέει ο νοικάρης.
Βάζει κάτω ένα πιο μεγάλο κομμάτι και ύστερα από λίγο, τσουπ, σκάνε οκτώ
ποντίκια και το τσακίζουν το τυρί! "Καλά, καλά",
επιμένει ο σπιτονοικοκύρης. "Εντάξει, αλλά δεν είναι και τόσο φοβερό.
Βάλε λίγο φάρμακο και κάνα δυο φάκες και θα 'σαι
εντάξει...". "Μεγάλε", επιμένει ο νοικάρης, "δεν ξέρεις τι λες. Κάτσε να
βάλω ένα κεφάλι τυρί και θα δεις". Βάζει πράγματι ένα
κεφάλι ολόκληρο κάτω, περνάνε πέντε λεπτά, δέκα και στο τέταρτο επάνω
σκάνε... διακόσια ποντίκια και τρεις πέστροφες και το
εξαφανίζουν! Ο ιδιοκτήτης τρελαίνεται! "Καλά τα ποντίκια", λέει, "αλλά
πήρε το μάτι μου και... πέστροφες ή έκανα λάθος;". Και ο
νοικάρης: "Όχι, δεν κάνεις λάθος. Αλλά για την... υγρασία, θα τα πούμε
μετά"!
62.
Η γήινη αποστολή φτάνει στον Άρη. Γνωρίζεται με τους Αρειανούς και
αρχίζει να ρωτάει διάφορα πράγματα. Σε κάποια στιγμή, ο
αρχηγός της αποστολής ρωτάει τον Αρειανό πώς κάνουν παιδιά. "Να", του
λέει αυτός. Παίρνει, λοιπόν, την Αρειανή, ακουμπάνε
τα δάχτυλά τους σε κάτι οπές ενός μηχανήματος, μετά φτύνουν μέσα και σε
πέντε λεπτά, τσουπ, από την άλλη άκρη, βγαίνει ένα
μικρό Αρειανάκι. "Εσείς, πώς κάνετε παιδιά;", ρωτάει μετά ο Αρειανός. Ο
αρχηγός, που έχει μια αστροναύτισσα μπουκιά και
συχώριο στην αποστολή, την... πείθει (άλλο που δεν ήθελε κι αυτή) να
τους... δείξουν. Γδύνονται, λοιπόν, και... βάζουν τα δυνατά
τους. Κάνουν ό,τι κάνουν, τελειώνουν και ντύνονται. Ο Αρειανός περιμένει
λίγη ώρα, κοιτάζοντας απορημένος. Μετά ρωτάει την
αστροναύτισσα: "Και τώρα; Το παιδί;". "Ποιο παιδί;", ρωτάει η
αστροναύτισσα. "Το παιδί, ρε παιδί μου. Πότε θα βγει το παιδί;".
"Α, αυτό εννοείς. Μα, το παιδί αργεί. Σε εννιά μήνες περίπου", του
απαντά αυτή. Και ο Αρειανός: "Σε εννιά μήνες; Καλά. Και τότε,
γιατί... χτυπιόταν έτσι αυτός ο μαλάκας;"!
63.
Η κοκκινοσκουφίτσα περπατάει στο δάσος. Ξαφνικά, πετιέται από ένα θάμνο
ο μεγάλος κακός λύκος! Ανοίγει διάπλατα τα
τεράστια σαγόνια του και με βαθιά, βραχνή φωνή της λέει: "Θα σε
φάααω...". Και η Κοκκινοσκουφίτσα: "Αμάν, ρε αδερφάκι μου!
Τι πράγμα είναι αυτό; Κανείς δεν γ...εί, πια;".
64.
Ο Γερμανός, ο Γάλλος και ο Έλληνας συζητούν για την "αργκό" ονομασία του
πέους σε κάθε γλώσσα. "Εμείς το λέμε 'ιππότη'
χαϊδευτικά", λέει ο Γερμανός, "επειδή μετά το σεξ υποκλίνεται...".
"Εμείς το λέμε 'αυλαία' χαϊδευτικά", λέει ο Γάλλος, "επειδή
μετά το σεξ, πέφτει...". "Εμείς το λέμε 'φήμη', χαϊδευτικά", λέει ο
Έλληνας. "Φήμη; Και γιατί;", ρωτούν οι άλλοι δύο. Και ο
Έλληνας: "Επειδή όλο από... στόμα σε στόμα πάει"...
65.
Ο τύπος πάει στο γιατρό: "Δεν θέλω να σε στενοχωρήσω", λέει αυτός, "αλλά
δεν μπορώ να σου κρύψω και την αλήθεια.
Δυστυχώς, πεθαίνεις". Αυτός τα... παίζει: "Δηλαδή, πόση ζωή έχω ακόμη;".
"Λίγη...". "Πόσο λίγη;". "Ελάχιστη...". "Δηλαδή;". "Τι
να σου πω τώρα; Ελάχιστη, ρε παιδί μου... Ε-λά-χι-στη... Άντε, πήγαινε
τώρα". Φεύγει, λοιπόν, αυτός περίλυπος, κατεβαίνει
κάτω, βλέπει μια νεκροφόρα που περνάει και της φωνάζει: "Ταξί, ταξί...".
66.
Ο βλάχος πάει στο μπουρδέλο και ζητάει "κάτι τις πιρίιργου...". "Πόσα
πληρώνετε;", τον ρωτούν. "Ουόσα να 'νι!", λέει αυτός. Του
δίνουν, λοιπόν, μια ανωμαλιάρα χοντρή, που κάνει τα περίεργα και του
αλλάζει τα φώτα του βλάχου. Τι πισωκολλητά, τι
καρεκλάτα, τι κόντρα παξιμάδια, κόλαση! Σε κάποια φάση, του λέει λοιπόν:
"Τώρα, θα κάνουμε εξήντα εννιά. Εντάξει; Ορίστε
πως γίνεται...". Παίρνει θέση και αρχίζουν. Καθότι, όμως, δεν είναι
και... υπόδειγμα καθαριότητας η έτσι, του βλάχου αρχίζει και
του... βρωμάει. Αντέχει ένα λεπτό, δύο, τρία και, μετά, σηκώνει το
κεφάλι και λέει: "Να σι πω, μάνα μ'. Ιπειδή δεν βουλεύουμι, σι
πειράζ' πουλύ να προχωρήσουμι στου... ιβδουμήντα;".
67.
Η τύπισσα, μέλος του φεμινιστικού κινήματος, πάει στο χωριό να μιλήσει
για την ισότητα. "Πρέπει, επιτέλους, η γυναίκα να πάρει
τη θέση που της αξίζει στην οικογένεια, στο κύτταρο της κοινωνίας",
λέει. Οι χωριάτισσες την ακούνε με προσοχή, αλλά δεν
καταλαβαίνουν τίποτα. Και συνεχίζει η φεμινίστρια: "... Και πρέπει,
επιτέλους, η γυναίκα ν' αποκτήσει τη δική της οντότητα. Να
βρεθεί πάνω από τον άντρα". Οπότε μια χωριάτισσα πετάγεται και της λέει:
"Να με συμπαθάς, κορίτσι μου, αλλά εμείς αυτό το
λέμε συντριβανάτο"!
68.
Ο ψυχίατρος κλείνει ικανοποιημένος το φάκελο του ασθενούς, αφού τον
διάβασε προσεκτικά, και του λέει χαμογελώντας: "Έχω
να σας ανακοινώσω, κύριε Μπουρέκα, ότι έχετε θεραπευτεί τελείως. Είστε
ικανοποιημένος;". "Ικανοποιημένος; Και γιατί να είμαι
ικανοποιημένος; Πέρσι τέτοιο καιρό ήμουν κοτζάμ Ιησούς Χριστός και τώρα
είμαι ο πρώτος τυχών Φανούρης Μπουρέκας.
69.
Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας πάει να τρελαθεί από τις φάρσες που του
κάνουν. Μέρα παρά μέρα έρχεται κι ένα βυτίο με δύο
τόνους πετρέλαιο. Κάποια στιγμή δεν αντέχει και βουτάει τον παπαγάλο
του. "Εσύ, ρε πούστη, παράγγειλες πετρέλαιο, εσύ μου
κάνεις πλάκα", του λέει, και πιάνει και τον κρεμάει από τα φτερά στην
είσοδο της πολυκατοικίας. Εκεί ο παπαγάλος βλέπει μια
εικόνα του Χριστού στο σταυρό. "Εσύ, ρε φιλαράκο, πόσα χρόνια είσαι
έτσι;", τον ρωτά. "Περισσότερο από δύο χιλιάδες",
απαντά ο Χριστός. Κι ο παπαγάλος: "Καλά, ρε φιλάρα, πόσο πετρέλαιο
παρήγγειλες πια;"!
70.
Ο τύπος ρωτάει ένα περαστικό στην Αθήνα: "Θα μου πεις που είναι η οδός
Σοφοκλέους ή... να πάω να γαμηθώ;".
71.
Ο Χριστούλης κατεβαίνει στη Γη για να τσεκάρει γενικώς την κατάσταση
κοντά στο τέλος της χιλιετίας. Σε κάποια φάση, λοιπόν,
μπαίνει σ' ένα μπαράκι όπου μπεκροπίνουν ένας Γερμανός, ένας Γάλλος και
μια Ελληνάρα. Κάθεται στην μπάρα και ο Χριστός,
ξανθός, μακρυμάλλης, ψιλολετσέ, τον βλέπει ο Γερμανός και λέει του
μπάρμαν: "Κέρασε, ρε, το παλικάρι μια μπιρίτσα, γιατί τον
βλέπω διψασμένο"! Κερνάει ο μπάρμαν, πίνει ο Χριστούλης, όλα καλά.
Ύστερα από λίγο, φωνάζει ο Γάλλος στον μπάρμαν:
"Κέρασε, ρε, το παλικάρι ένα μπουκάλι κρασί. Ντροπή να κάθεται στον
πάγκο έτσι σκέτος, χρονιάρες μέρες". Κερνάει ο
μπάρμαν, πίνει ο Χριστούλης, όλα καλά. Ύστερα από λίγο, πετιέται και ο
Έλληνας: "Κέρασε, ρε", λέει του μπάρμαν, "το
παλικάρι ένα καραφάκι ούζο με μια σπέσιαλ ποικιλία, γιατί τον βλέπω
πεινασμένο και δεν κάνει χρονιάρες μέρες...". Πίνει ο
Χριστούλης, τρώει και μετά σηκώνεται. Πάει στο τραπέζι της παρέας και
αγγίζει τον Γερμανό στον ώμο. Αυτός πετιέται, του φιλάει
το χέρι και του λέει: "Χριστέ μου! Σ' ευχαριστώ! Τώρα κατάλαβα ποιος
είσαι που μου πέρασαν μεμιάς τα αρθριτικά μου"! Αγγίζει
και τον Γάλλο στον ώμο ο Χριστός, πετιέται αυτός, του φιλάει το χέρι και
του λέει: "Χριστέ μου! Σ' ευχαριστώ! Πάει το άσθμα μου,
πέρασε! Το νιώθω!". Κάνει ν' αγγίξει και τον Έλληνα ο Χριστός, οπότε
τραβιέται πίσω αυτός και λέει: "Χριστούλη μου, να' σαι
καλά, αλλά... χειρονομίες δεν γουστάρω! Είδα κι έπαθα να τη βγάλω την...
αναπηρική σύνταξη"!
72.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι σχέση έχει ο μισθός με την περίοδο;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Και τα δύο έρχονται μια φορά το μήνα, διαρκούν δυο-τρεις μέρες
και μετά αρχίζει το γαμήσι...
73.
Ο Μπόμπος πηγαίνει βόλτα με τον πατέρα του και σε κάποια στιγμή περνάνε
έξω από μια εκκλησία. Λέει τότε ο πατέρας στον
Μπόμπο: "Μπόμπο, το σταυρό σου". Και ο Μπόμπος: "Το... δικό σου".
74.
Οι τρεις νυχτερίδες διαγωνίζονται για τον τίτλο της νέας βασίλισσας της
φυλής. Φεύγει η πρώτη και ύστερα από δύο μέρες γυρίζει
γεμάτη αίματα. "Βλέπετε εκείνο το κάστρο;", λέει. "Ναι", της λένε οι
άλλες. "Πίσω απ' αυτό υπάρχει ένα χωριό με χίλιους
κατοίκους. Δεν άφησα σταγόνα αίμα σε κανέναν!". Μόλις κοπάζουν οι
ζητωκραυγές, φεύγει η δεύτερη. Ύστερα από τρεις μέρες
γυρίζει στάζοντας ακόμη αίμα! "Βλέπετε εκείνο το κάστρο;", λέει. "Ναι",
της λένε οι άλλες. "Πίσω από το κάστρο και μετά το
χωριό υπάρχει μια πόλη με δέκα χιλιάδες κατοίκους. Τους στράγγιξα
όλους!". Οι ζητωκραυγές φτάνουν στα ουράνια. Μετά φεύγει
η τρίτη. Περνάει μια μέρα, δύο, τέσσερις, πέντε, την έκτη μέρα,
επιτέλους, επιστρέφει και, μάλιστα, δέκα φορές πιο ματωμένη από
τις άλλες δύο! Μέσα σε απόλυτη σιωπή, ξεκινάει τη διήγησή της. "Βλέπετε
εκείνο το κάστρο;", ρωτάει. "Ναι", λένε οι άλλες με
δέος. "Ε, εγώ, δεν το είδα!".
75.
Τρία πιτσιρίκια συζητούν για τα αυτοκίνητα του μπαμπά τους. "Το
αυτοκίνητο του μπαμπά μου", λέει ο ένας, "είναι φοβερά
γρήγορο και ο ίδιος πολύ καλός οδηγός. Να φανταστείτε, δουλεύει στην
Κόρινθο και ενώ σχολάει κάθε μέρα στις τέσσερις,
τέσσερις και μισή είναι στο σπίτι μας στο Χαϊδάρι...". "Σιγά", λέει ο
άλλος. "Εμένα δουλεύει στην Πάτρα και ενώ σχολάει κάθε
μέρα στις τέσσερις, το πολύ στις πέντε είναι σπίτι μας στο Θησείο...".
"Εμένα", λέει ο τρίτος, "ο πατέρας μου έχει το πιο γρήγορο
απ' όλα και είναι και ο καλύτερος οδηγός. Αφού να φανταστείτε, είναι
δημόσιος υπάλληλος και ενώ σχολάει κάθε μέρα στις
τέσσερις, είναι στο σπίτι μας στο Χαλάνδρι... από τις δωδεκάμισι!".
76.
Ένας Γάλλος, ένας Γερμανός και ένας Πόντιος πέφτουν με το αεροπλάνο σε
μία περιοχή της ζούγκλας, όπου κατοικούν
ανθρωποφάγοι. Μόλις βγαίνουν, λοιπόν, από τα συντρίμμια του αεροπλάνου,
συμφωνούν να πάρουν όλοι κάτι από το
αεροπλάνο, το οποίο κατά τη γνώμη τους θα μπορούσε να τους βοηθήσει να
γλιτώσουν από τους ιθαγενείς. Έτσι ο Γάλλος
παίρνει την πόρτα του αεροπλάνου, ο Γερμανός μία σκάλα από το αεροπλάνο
και ο Πόντιος μία πέτρα. Αποφασίζουν ακόμη να
απομακρυνθούν από την επικίνδυνη περιοχή. Καθώς προχωρούν, πιάνουν την
κουβέντα. "Εσύ γιατί πήρες την σκάλα;", ρωτάει
ο Γάλλος τον Γερμανό. "Να", απαντάει εκείνος, "αν έρθουν οι ιθαγενείς θα
χρησιμοποιήσω τη σκάλα για να ανέβω σε ένα
δέντρο και να κρυφτώ. Εσύ, όμως, γιατί πήρες την πόρτα;". "Να, αν έρθουν
οι ιθαγενείς, θα κρυφτώ πίσω από την πόρτα μέχρι
να φύγουν οι ιθαγενείς". "Και εσύ", ρωτάνε τον Πόντιο, "γιατί πήρες την
πέτρα;". "Να", λέει εκείνος, "αν έρθουν οι ιθαγενείς,
θα... πετάξω την πέτρα για να τρέχω πιο γρήγορα"!
77.
Ο τύπος, έξτρα βαρύμαγκας κι έτσσσ', κατεβαίνει πρωί πρωί στην
ιχθυόσκαλα. "Δε μου λε, ρε μεγάλε", ρωτάει ένα ψαρά, "τα
μπαρμπουνάκια πόσο πάνε;". "Εφτά χιλιάρικα", λέει αυτός. "Α! Και δεν μου
λε, ρε μεγάλε, τα φαγκρουδάκια πόσο πάνε;".
"Πεντέμισι το κιλό", του λέει ο ψαράς. "Α! Και, δεν μου λε, ρε μεγάλε;
Τα λιθρινάκια;". Ο ψαράς έχει αρχίσει να τα παίρνει στο
κρανίο. "Εφτά χιλιάρικα, αδερφέ. Θα πάρεις κάτι;". "Εφτά, α; Και δεν μου
λε, ρε μεγάλε; Οι τσιπουρίτσες πόσο πάνε;". "Οκτώ το
κιλό. Θα πάρεις;". "Οκτώ α; Και δεν μου λε, οι γοπίτσαι πόσο πάνε;". Ο
ψαράς έχει που έχει τον πόνο του, έχει φτάσει και εκτός
εαυτού: "Άκου", λέει στο βαρύμαγκα: "Οι γοπίτσαι έχουν τρεισήμισι το
κιλό οι... ζωντανές και ενάμισι οι πεθαμένες!". Και ο
μαγκίτης: "Α! Τότενες, τσάκω τη σακούλα, άρχισε να... σκοτώνεις και
βάνε"!
78.
Δύο γύφτισσες μαζεύουν πατάτες. Η πρώτη, λοιπόν, βγάζει από το χώμα μία
πατάτα χοντρή και μεγάλη σαν κομμένο χέρι:
"Τούτη εντώ είναι σαν του Αποστόλη μου", λέει. "Σιγά μωρή, μην την έκει
τόσο μεγκάλη ο Αποστόλης", της λέει η άλλη. Και η
Αποστόλαινα: "Ντεν εννοούσα τόσο μεγκάλη, μπρε. Τόσο... μπρόμικη
εννοούσα"!
79.
Ο τύπος έχει μόλις αποκτήσει γιο και τρέχει τρελαμένος από χαρά στο
μαιευτήριο. Εκεί, όμως, ο γιατρός τον στενοχωρεί: "Κύριέ
μου", του λέει, "υπάρχει ένα πρόβλημα με το γιο σας". "Τι πρόβλημα;".
"Μάλλον είναι... αδερφή". Ο πατέρας γίνεται έξαλλος.
"Μα είστε σοβαρός;", διαμαρτύρεται. "Κατ' αρχάς, το μωράκι είναι μόλις
λίγων ωρών, πού το καταλάβατε ότι είναι αδερφή; Κι
έπειτα, μια χαρά το βλέπω. Όλο γέλια και χαρές είναι". Και ο γιατρός:
"Ναι, ναι", του λέει, "τώρα, όλο γελάει. Αλλά μέχρι να του
βάλουμε την πιπίλα... στον κώλο, μας πέθανε στο κλάμα"!
80.
Η τύπισσα θέλει να γίνει καλόγρια, αλλά πριν να γνωρίσει τι θα πει
άντρας. "Εγώ δεν μπορώ να σου δείξω, τέκνον μου", της
λέει ο ηγούμενος και φωνάζει τη Βαγγέλα τον κηπουρό. Μπαίνουν μέσα ο
Βαγγέλας και η μέλλουσα καλόγρια, περνάει μισή
ώρα, μία, μιάμιση, κάνει έτσι ο ηγούμενος από την κλειδαρότρυπα, βλέπει
και... τρελαίνεται! Ανοίγει την πόρτα, μπαίνει μέσα και
της φωνάζει: "Τι κάνεις, βρε, εκεί;". Η τύπισσα κοκκινίζει και του λέει:
"Δεν φταίω εγώ, ηγούμενε. Αφού μου είπε ότι αυτό είναι...
γλειφιτζούρι!". Οπότε ο ηγούμενος γυρνάει και του λέει με παράπονο:
"Κάθαρμα! Κι εμένα μου έλεγες τόσον καιρό ότι είναι...
υπόθετο!!!".
81.
Υπέροχη ξανθιά μπαίνει στο γραφείο του διευθυντή της εφημερίδας. "Γεια",
του λέει. "Θέλω να με προσλάβεις γραμματέα σου".
"Γραφομηχανή ξέρεις;", ρωτάει αυτός. "Όχι", του λέει, "αλλά μπορώ να
μάθω". "Στενογραφία;". "Όχι, αλλά μπορώ να μάθω".
"Αγγλικά;". "Όχι, αλλά μπορώ να μάθω"... Ο τύπος τα έχει παίξει. "Καλά",
τη ρωτάει. "Τίποτα δεν ξέρεις;". "Όχι", του λέει αυτή,
"αλλά μπορώ να μάθω...". "Και, δεν μου λες, τουλάχιστον. Πόσα λεφτά
θέλεις;". "Ενάμιση εκατομμύριο το μήνα", λέει αυτή.
"Τρελάθηκες κορίτσι μου; Εδώ έχω δύο αρχισυντάκτες", της απαντάει, "και
παίρνουν και οι δύο μαζί εννιακόσιες χιλιάδες". Και η
ξανθιά: "Καλά. Τότε... πήδα τους αρχισυντάκτες σου"!
82.
Ο τύπος έχει έναν παπαγάλο και τον αφήνει να... βλέπει. Έτσι, ο
παπαγάλος έχει γίνει εξπέρ περί τα σεξουαλικά. Μια μέρα,
όμως, παντρεύεται ο τύπος, οπότε του το λέει του παπαγάλου καθαρά:
"Τέρμα. Από δω και μπρος δεν θα ξαναμπείς ποτέ στο
δωμάτιό μου, αλλιώς θα σε καθαρίσω...". Έτσι και γίνεται. Πρώτη νύχτα
του γάμου, λοιπόν, ο παπαγάλος κάθεται απ' έξω και
ακούει. Μέσα, το ζεύγος φτιάχνει τη βαλίτσα του. Δεν κλείνει, όμως.
"Αγάπη μου", λέει η σύζυγος, "λέω να κάτσω από πάνω...".
"Κάτσε, αγάπη μου", λέει ο σύζυγος. Κάθεται, αλλά η βαλίτσα δεν κλείνει.
"Λέω να κάτσω εγώ από πάνω", λέει ο σύζυγος, που
είναι... πιο βαρύς. Κάθεται κι αυτός, αλλά πάλι δεν κλείνει η βαλίτσα.
Τι να κάνουν, λοιπόν, την κοιτάζουν από δω, την κοιτάζουν
από κει, και στο τέλος λέει η σύζυγος: "Αγάπη μου, νομίζω ότι θα είναι
καλύτερα, αν κάτσουμε και οι δύο από πάνω...". Με το
που το λέει αυτό, λοιπόν, μπαίνει με... χίλια ο παπαγάλος στο δωμάτιο
και λέει: "Αφεντικό, αυτό θα το δω... κι ας πεθάνω"!
83.
Ο τύπος πάει στο γιατρό. "Γιατρέ μου", του λέει, "έχω σοβαρό πρόβλημα. Η
Σίντι Κρόφορντ να μου γδυθεί και να μου κάνει νάζια,
δεν μου σηκώνεται μα τίποτα. Σώσε με...". Ο γιατρός τον εξετάζει, αλλά
δεν του βρίσκει τίποτε ειδικό. "Κοίτα", του λέει, "έχω κάτι
καινούργια χάπια, αλλά είναι αδοκίμαστα ακόμη. Να τα παίρνεις ένα ένα τη
φορά και σταδιακά να τα αυξήσεις, να μην πάθεις
καμιά ζημιά. Εντάξει;". "Εντάξει", λέει ο τύπος. Την άλλη μέρα παίρνει
τηλέφωνο: "Γιατρέ", λέει. "Πήρα ένα, αλλά δεν έκανε
τίποτε. Ρεζίλι έγινα στην κοπέλα". "Καλά. Πάρε δύο τότε", του λέει ο
γιατρός. Τα ίδια την άλλη μέρα: "Τίποτα, γιατρέ. Ρεζίλι έγινα
πάλι στην κοπέλα". Να μην πολυλογούμε, του 'χει σπάσει τα νεύρα του
γιατρού, οπότε τη δέκατη μέρα του λέει: "Για πάρε όλο το
κουτί, ρε μεγάλε, να δούμε τι θα γίνει". Την άλλη μέρα, λοιπόν,
τηλεφωνεί ο τύπος πανευτυχής: "Γιατρέ μου μ' έσωσες", του λέει.
"Όχι μόνο μου σηκώθηκε χθες, αλλά μου σηκώθηκε και δεκαεφτά φορές σερί"!
"Δεκαεφτάααα; Καλά για σένα, τότε", λέει ο
γιατρός έντρομος. "Αλλά η κοπέλα;". Και ο τύπος: "Α, η κοπέλα... δεν
ήρθε"!
84.
Ο τύπος έχει να πηδήξει δύο χρόνια. Τελικώς, βρίσκει ένα δεκαχίλιαρο και
αποφασίζει να πάει σε μια πουτάνα. Στο δρόμο, όμως,
μπλέκει με κάτι ούζα και κάτι ζάρια και, στο τέλος, μένει με ένα
χιλιάρικο μόνο! Τι να κάνει, πάει στη Φυλής. Αλλά... με ένα
χιλιάρικο τι να βρει; Τίποτα. Τελικά, βρίσκει μια γριά πρώην
καλντεριμιζτού, άθλια, αλλά κι αυτή για ένα χιλιάρικο δεν του κάθεται
με τίποτε. "Άκου να δεις", του λέει. "Για ένα χιλιάρικο σ' αφήνω μόνο να
με γλύψεις και να τον παίζεις μόνος σου, εντάξει;".
Χαρμάνης άγριος αυτός, τι να κάνει; "Εντάξει", λέει. Αρχίζει, λοιπόν,
αλλά σε κάποια στιγμή σηκώνει το κεφάλι αηδιασμένος και
λέει στη "γιαγιά": "Καλά, ρε γαμώ το μου. Αυτό εδώ είναι γεμάτο ψείρες"!
Κι αυτή: "Καλά, ρε αγοράκι μου. Και μ' ένα χιλιάρικο
που πληρώνεις τι ήθελες, δηλαδή; Τίποτα... γαρίδες;".
85.
Μια μεγάλη χιονοστιβάδα πέφτει σ' ένα μοναστήρι στις ιταλικές Άλπεις και
σκοτώνει μεμιάς 75 καπουτσίνους καλόγερους!
Καλόγεροι, γαρ, πάνε, φυσικά, στον Παράδεισο. Ο Άγιος Πέτρος, όμως,
παίζει ταβλάκι μ' ένα χερουβείμ εκείνη την ώρα και δεν
αδειάζει να τους υποδεχτεί προσωπικώς. Πάει, λοιπόν, ένας άγγελος και
του λέει: "Άγιε, μόλις έφτασαν εβδομήντα πέντε
καπουτσίνοι". Και αυτός: "Ε, και τι με νοιάζει εμένα; Όποιος τους...
παρήγγειλε να τους πληρώσει"!
86.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πόσοι φαλλοκράτες χρειάζονται για ν' αλλάξουν τη λάμπα της
κουζίνας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Κανένας! Να τα πλύνει στο... σκοτάδι τα πιάτα, η χαμούρα!
87.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Γιατί οι γυναίκες προσποιούνται ότι έχουν οργασμό;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Διότι πιστεύουν... ότι μας νοιάζει αν έχουν ή όχι!
88.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Με τι μοιάζουν οι γυναίκες;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Με τις λεκάνες της τουαλέτας. Οι καλές είναι, συνήθως,
"πιασμένες" και όσες δεν είναι πιασμένες, είναι, συνήθως,
για... χέσιμο!
89.
Ο γύφτος ταξιδεύει με το λεωφορείο. Έχει πιει και τα ουζάκια του και,
όπως κάθεται πάνω σε μια βαλίτσα, στο διάδρομο,
τραγουδάει μονότονα το ίδιο συνέχεια στιχάκι: "Τέλω να πετάνω, τέλω να
πετάνω...". Περνάει ένα τέταρτο, μισή ώρα, τους έχει
σπάσει τα νεύρα. "Που 'σαι", του λέει ο εισπράκτορας. "Βούλωσ' το, γιατί
μας έπρηξες...". Τίποτα ο γύφτος. "Τέλω να πετάνω,
τέλω να πετάνω...". "Σταμάτα...". "Τέλω να πετάνω, τέλω να πετάνω...". Ο
εισπράκτορας έχει πάρει χοντρές ανάποδες. "Ρε, θα
το βουλώσεις επιτέλους;". Αδιάφορος ο γύφτος: "Τέλω να πετάνω, τέλω να
πετάνω...". "Σκάσε, γιατί θα σου πετάξω τη
βαλίτσα...". "Τέλω να πετάνω, τέλω να πετάνω...". "Σοβαρά το λέω, θα
στην πετάξω...". "Τέλω να πετάνω, τέλω να πετάνω...".
"Ε, λοιπόν, εσύ δεν βάζεις μυαλό!", λέει ο εισπράκτορας, σηκώνεται, πάει
κοντά στο γύφτο, τον σηκώνει, βουτάει τη βαλίτσα και
την... πετάει από το παράθυρο. Γυρίζοντας, λοιπόν, φωνάζει στο γύφτο:
"Για να δούμε, τώρα. Θα το βουλώσεις;". Και ο γύφτος,
στον ίδιο πάντα σκοπό: "Ντεν ήταν ντική μου, ντεν ήταν ντική μου...".
90.
Ο Αδάμ κάθεται σκεπτικός στον Παράδεισο, μόνος του. Τον βλέπει, λοιπόν,
ο Θεός και πάει κοντά του. "Δε μου λες", του λέει, "θα
ήθελες να σου φτιάξω ένα ταίρι που να σε αγαπάει, να σε φροντίζει και να
σε λατρεύει;". "Και τι θα μου κοστίσει αυτό;", ρωτάει
καχύποπτα ο Αδάμ. "Τίποτα", λέει ο Θεός, "ένα χέρι και ένα πόδι μόνο".
"Μπα", απαντά ο Αδάμ, "με ένα πλευρό τι παίρνω;"!
91.
Η αστυνομία κάνει ντου στον "ερασιτεχνικό" τεκέ, οπότε οι χασικλήδες,
άρον άρον, κρύβουν τα τσιγαριλίκια στο ρολόι του
τοίχου! Το "όργανο" μυρίζει καλά καλά τον αέρα και λέει: "Ιδώ πίνατι
τσιγάρου! Του μυρίζου ιγώ, σαφώς, σαφέστατα...". Ψάχνει
ωστόσο από δω, ψάχνει από κει, δεν βρίσκει τίποτα. Τελικώς, ετοιμάζεται
να φύγει άπρακτος ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων.
Εκείνη την ώρα, όμως, ακούγεται ο κούκος από το ρολόι: "Κούκου,
κούκου..." Κοιτάζει το ρολόι του το "όργανο" και λέει: "Τι
φουνάζ' δύου, ιυτούνου, ρα; Η ώρα είναι ακόμη δύου παρά τέταρτου...".
Οπότε, με το που τελειώνει, ξαναβγαίνει ο κούκος και
λέει: "Και εσένα τι σε νοιάζει, ρε μεγάλε; Μια κι είμαι... λιώμα, είπα
να πάρω έναν υπνάκο!".
92.
Ο λεβεντόβλαχος πάει στην "Αγκρότικα": "Δεν μι λες", ρωτάει τον
υπάλληλο, "ιέχεις κάνα μηχάνημα για του μπαμπάκι;".
"Ασφαλώς, κύριε", του λέει αυτός. "Αυτό, αυτό", του δείχνει κάνα δύο,
"αυτό και αυτό εδώ, το κορυφαίο μας!". "Ιέτσ', α; Κι τι
φτκιάν' τούτου δω, ρα;". "Τα πάντα, κύριε! Οργώνει, σπέρνει, ποτίζει,
μαζεύει τον ανθό, ξεκκοκίζει, ξένει, δεματιάζει και βάζει και
την τιμή επάνω!". "Μπα; Κι πόσου ιέχει, ρα;". "Είκοσι πέντε
εκατομμύρια". "Μπα; Κι Δε μι λες. Πίπις, καν';". Ο υπάλληλος μένει
άναυδος. "Ε, όχι, κύριε", απαντάει ψιλοτσατισμένος. "Όλα αυτά που σας
είπα πριν τα κάνει. Αλλά μηχάνημα είναι. Πίπες ΔΕΝ
κάνει!". "Ε, τότινες, Δε γαμιέτι", λέει ο βλάχος, "θα κρατήσου… τα'
ιργάτριις!".
93.
Στο Α' Νεκροταφείο η σκηνή και πίσω από το φέρετρο ακολουθούν οι
τεθλιμμένοι συγγενείς, ένα… σκυλάκι που το κρατάει από
το λουρί κάποιος και… χίλιοι διακόσιοι άντρες! Ο φύλακας του
νεκροταφείου απορεί: "Ποιόν κηδεύετε;", ρωτάει τον κύριο με το
σκυλάκι. "Την πεθερά μου", λέει αυτός. "Α. Και πώς πέθανε;". "Τη δάγκωσε
το σκυλάκι". "Σοβαρά;", λέει ο φύλακας. "Να σας
πω, μήπως θα μπορούσατε να μου το δανείσετε, να δαγκώσει και τη δικιά
μου και να σας το επιστρέψω;". Και ο κύριος: "Στην…
ουρά, κύριε. Στην ουρά!".
94.
Ο τύπος πάει διακοπές στη Τζαμάικα. Μπαίνει σ΄ ένα περίεργο μασάζ και
πάει στη σάουνα. Έχοντας μεγάλη ιδέα για τον εαυτό
του, με το που μπαίνει ο αράπης να του φέρει πετσέτες και τέτοια του
δείχνει το πουλί του: "Βλέπεις τι γράφει εδώ;", τον ρωτάει.
Κοιτάζει ο αράπης και βλέπει ένα "Ι", κάτι που δεν διαβάζεται και, στο
τέλος, ένα "y". "Όταν μεγαλώσει", του λέει ο λευκός,
ξέρεις τι λέει;". "Όχι", λέει ο αράπης. "I love you Mary", λέει
περήφανος ο λευκός. "Και εγώ έχω ένα τατουάζ", του λέει ο
αράπης και του δείχνει το δικό του πουλί. Ο λευκός διακρίνει ένα "Ι",
κάτι που δεν διαβάζεται και, στο τέλος, επίσης ένα "y". "Τι
γράφει;", τον ρωτάει. "I love Mary γράφει και εσένα;", τον ρωτάει. Και
ο αράπης: "Όχι. Γράφει
I welcome you to Jamaica, dear tourist, and I wish you a very very
pleasant stay"…
95.
Ο τύπος βγάζει ένα εξόγκωμα ακριβώς στο "δόξα πατρί". Πάει στο γιατρό
και αυτός του λέει: "Δυστυχώς, πάσχεις από…
πουτσομετωπίαση"! "Και τι να κάνω γι' αυτό;". "Το καλύτερο που έχεις να
κάνεις, είναι πολλά ταξίδια. Να δεις χώρες, πόλεις,
ανθρώπους…". Ξεκινάει κι αυτός τα ταξίδια, βλέπει χώρες, πόλεις,
ανθρώπους, αλλά το εξόγκωμα στο δόξα πατρί όλο και
μεγαλώνει. Στη Γερμανία, λοιπόν, ρωτάει και άλλον ένα γιατρό: "Έχεις
πουτσομετωπίαση", του λέει, "ρίξ' το στα ταξίδια…".
Συνεχίζει ο τύπος να ταξιδεύει, βλέπει χώρες, πόλεις, ανθρώπους, αλλά το
εξόγκωμα συνεχίζει να μεγαλώνει. Στην Αμερική, πια,
ρωτάει κι άλλον γιατρό: "Είναι φανερό. Έχεις πουτσομετωπίαση", του λέει.
"Και τι να κάνω;". "Ταξίδια. Όσο πιο πολλά μπορείς.
Να δεις ξένες χώρες, περίεργες πόλεις, εξωτικούς ανθρώπους…". Συνεχίζει
ακάθεκτος ο τύπος, αλλά το εξόγκωμα στο δόξα
πατρί συνεχίζει να μεγαλώνει κι έχει γίνει πια σαν αγγούρι. Σε κάποια
φάση έχει φτάσει πια στην Ασία. Μια και είναι εκεί,
σκέφτεται, λοιπόν, να επισκεφτεί και τον Δαλάι Λάμα. Τον κοιτάζει ο
Παναγιότατος και του λέει: "Τέκνον μου, έχεις
πουτσομετωπίαση! Συνέχισε να ταξιδεύεις όσο μπορείς. Να δεις πράγματα
πολλά…". "Με όλο το σεβασμό", του λέει ο τύπος,
"Παναγιότατε, γιατί όλοι μου λέτε να κάνω ταξίδια και να βλέπω πράγματα
και πόλεις και χώρες και ανθρώπους; Θα μου
περάσει έτσι;". Τον κοιτάζει, λοιπόν, απορημένος ο Δαλάι Λάμα και του
λέει: "Όχι τέκνον μου. Δεν θα σου περάσει. Αλλά, με
όλα αυτά που θα έχεις δει, θα έχεις κάτι να θυμάσαι σε κάνα δυο μήνες
που θα έχουν γίνει τα μάτια σου… αρχίδια"!
96.
Ο πατέρας "πιάνει" την κόρη του στο κρεβάτι να "παίζει" μ' ένα δονητή.
Έξαλλος τη σπάει στο ξύλο, της παίρνει το δονητή και
φεύγει. Η κόρη σπαράζει στο κλάμα για ώρες. Τελικά, κάποια στιγμή,
σηκώνεται να πάει στην κουζίνα. Μπαίνει μέσα και τι να
δει; Ο πατέρας της, με κόκκινα μάτια, κάθεται στο τραπέζι. Μπροστά του
είναι ένα άδειο σχεδόν μπουκάλι ουίσκι, δύο γεμάτα
ποτήρια και ο δονητής. "Πατέρα", τον ρωτάει τρέμοντας, "τι κάνεις εδώ;".
Και ο πατέρας της: "Τίποτα, μωρέ. Είπα να κάτσω, να
πιω ένα ποτό με το… γαμπρό μου".
97.
Διαγωνισμός σκύλων. Ο Γερμανός βγαίνει μ' ένα λύκο-"όνειρο". Βγάζει 10
μάρκα, του τα βάζει στο στόμα και του λέει: "Άντε,
αγόρι μου. Κάνε αυτό που ξέρεις". Φσσστ, βολίδα ο σκύλος, εξαφανίζεται.
Ύστερα από δύο λεπτά γυρίζει με… τσιγάρα,
εφημερίδα, καραμέλες και τα… ρέστα. Ο Άγγλος βγαίνει μ' ένα υπέροχο
σέτερ. Του δίνει 30 λίρες και του λέει: "Άντε, αγόρι μου,
κάνε αυτό που ξέρεις". Ο σκύλος γυρίζει ύστερα από 10 λεπτά με… τσιγάρα,
εφημερίδα, δύο σακούλες σούπερ μάρκετ γεμάτες
αλλαντικά, τα ρέστα και την… απόδειξη. Ο Έλληνας βγαίνει μ' ένα μούργο…
Του δίνει δύο πεντοχίλιαρα και του λέει: "Άντε,
αγόρι μου, κάνε αυτό που ξέρεις". Περνάει μισή ώρα, μία, δύο, ρε που
'ναι ο σκύλος, τέλος πάντων, βγαίνουν να τον ψάξουν και
τι να δουν; "Καβάλα" σε μια σκύλα ο μούργος, κάνει… αμέριμνος τη δουλειά
του. Οπότε πετιέται ο Έλληνας και λέει: "Γι' αυτό, ρε
γαμώ το, δεν του δίνω λεφτά. Όλα οι… πουτάνες του τα τρώνε…".
98.
Ο Πόντιος πάει στο σινεμά. Παίρνει το εισιτήριό του, πάει προς την
αίθουσα, μπαίνει μέσα, αλλά ύστερα από ένα λεπτό βγαίνει
και… ξαναπάει στο ταμείο. Κόβει κι άλλο ένα εισιτήριο και ξαναπάει να
μπει μέσα. Έπειτα από ένα λεπτό, όμως, ξαναβγαίνει,
ξαναπάει στο ταμείο και κόβει κι άλλο ένα! Τον κοιτάζει περίεργα ο
ταμίας, αλλά δεν λέει τίποτε. Ύστερα από λίγο όμως…
ξανάρχεται ο Πόντιος να κόψει κι άλλο εισιτήριο. Ο ταμίας έχει τρελαθεί
και δεν αντέχει πια: "Με συγχωρείτε, κύριε", του λέει.
"Εγώ να σας δώσω κι άλλο εισιτήριο, αλλά για πείτε μου, δεν τα λυπάστε
τα λεφτά σας;". Και ο Πόντιος: "Τα λυπάμαι, αλλά τι να
κάνω; Αφού με το που μπαίνω μέσα, πετιέται μια πουτάνα και μου… το
σκίζει"!
99.
Ο Χριστός παίζει τάβλι με τον Άγιο Πέτρο, αλλά χάνει. Σε κάποια φάση,
λοιπόν, λέει ο Άγιος Πέτρος: "Χριστούλη μου. Αν είναι να
παίξουμε σοβαρά. Αλλιώς, να κάτσω να χάσω". "Μα, γιατί, Πέτρο, λες
τέτοια πράγματα;", ρωτάει ψιλοαδιάφορα ο Χριστός. Και ο
Άγιος Πέτρος: "Διότι, αν δεν κάνω λάθος, μόλις έφερες για τρίτη φορά…
οκτάρες"!
-- Akis Karnouskos - akis(@)ceid.upatras.gr " A mind stretched by a new idea can Never go back to its original dimensions " ______________________________________________________________________ Joke of the Day ... Ελληνική Λίστα Ανεκδότων Πληροφορίες --> https://anekdota.duckdns.org/jokes_list.html ______________________________________________________________________
- Επόμενο μήνυμα: Petros Nikopolitidis: "1st sent"
- Προηγούμενο μήνυμα: Ζώντος Μάκης: "Ο Τοτός και oι περιπέτειες του"
- Μηνύματα ταξινομημένα ανά: [ ημερομηνία ] [ thread ] [ θέμα ] [ συγγραφέα ] [ Επισυναπτόμενο ]
- Mail ενέργειες: [ Απάντησε σε αυτό το μήνυμα ] [ Στείλε ενα καινούριο μήνυμα ]