(nil): Ζώντος Μάκης (zontos(@)otenet.gr)
Ημερομηνία: Τετ 08 Ιουλ 1998 - 02:17:53 EEST
- Μηνύματα ταξινομημένα ανά: [ ημερομηνία ] [ thread ] [ θέμα ] [ συγγραφέα ] [ Επισυναπτόμενο ]
- Mail ενέργειες: [ Απάντησε σε αυτό το μήνυμα ] [ Στείλε ενα καινούριο μήνυμα ]
Ερωτικά Αγουροξυπνήματα
---------------------------------------
Η ζωή μου αποτελεί μια διαρκή αγωνία, μια ένταση μια διαρκή ματιά στον
έρωτα. Έχω γνωρίσει πολλές ερωτικές περιπέτειες, άλλες γλυκές (όπως το
παγωτό), άλλες πικρές (όπως το μουρουνόλαδο). Όλες όμως πρόσθεσαν μια
κοτρώνα (μπαρντόν λιθαράκι) στο παζλ της πολυτάραχης ζωής μου.
Πέρασα μια ζωή όλο ερωτικές περιπέτειες. Βέβαια, το άνωθεν δεν είναι
"επί του θέματος". Ελπίζω κάποτε να σας το εξιστορήσω. Σήμερα θα σας πω για
τον πρώτο μου έρωτα. Την αγάπη που χάραξε βαθιά την καρδιά και την ψυχή μου,
σα να μου' ρθε κατακέφαλα μια σαγηνευτική γλάστρα με γεράνια και να με έκανε
να δω μέρα-μεσημέρι τον κομήτη του Χάλεϋ, τον Αυγερινό, την Πούλια και τα
εφτά της παιδιά παρέα.
Με την Ντάνα, έτσι έλεγαν το πρώτο μου ειδύλιο (βγαίνει από το
Ανδριανή - Ανδριάνα - Νταρντάνα - Ντάνα), γνωριστήκαμε και ενώσαμε τις
καρδιές μας σε μια ηλικία τρυφερή - εγώ ήμουν έξι αλλά έλεγα επτά και αυτή
πέντε αλλά έλεγε έξι - στην οποία ο καθένας έχει μοναδική ανάγκη την
παρουσία και την αγάπη του άλλου και σε δεύτερη μοίρα έστω - το μπιμπερό.
Την είδα για πρώτη φορά στον αγιασμό του νηπιαγωγίου, όταν εγώ πήγαινα
για δεύτερη συνεχή χρονιά εξαιτείας προβλημάτων προσαρμογής. Εκεί που ο
κακομούτσουνος και κακόφωνος παπάς μας καταμούσκευε, έσκυψα να αποφύγω το
βρέξιμο και τότε τη διέκρινα μέσα από τα πόδια των άλλων.
Πόσο όμορφη ήταν και πόσο αισθησιασμό ανέδιδε μέσα από τη μπλε ποδίτσα
της. Στάθηκα σαν κεραυνοβολημένος, σαν να είχα μόλις πάρει το λογαριασμό της
ΔΕΗ, να κοιτώ το θαυμάσιο πρόσωπο με τις φακίδες, τα βαθιά μάτια μέσα από τα
τεράστια γυαλιά, τις καλοπροσεγμένες κοτσίδες, τη θαυμάσια οδοντοστοιχία -
που συνολικά αποτελούνταν από τέσσερα υπέροχα δοντάκια - καθώς επίσης και
την ανώτατη φινέτσα που αναδεικνυόταν μέσα από τον τρόπο που καθάριζε από τα
διπλώματα μια καραμέλα φρούτου και την έβαζε ηδονικά στο στόμα.
Με την πρώτη ματιά κάτι σκίρτησε μέσα μου! Ναι ... κατάλαβα αμέσως πως
αυτό το θαυμάσιο κορίτσι θα ήταν ο παντοτινός έρωτας, η γλυκιά μουσική που
θα με κοίμιζε όταν θα είχα αϋπνίες (κάτι σαν υποκατάστατο "βάλιουμ" δηλαδή).
Και τότε κοίταξε προς το μέρος μου τόσο ερωτικά και τόσο λάγνα με κείνα
τα μυωπικά ματάκια, που ένιωσα να αποκτώ το χρώμα της μαμάς, όταν της λέω
ότι ανακάλυψα κάτω από το κρεβάτι ένα μικρό κουτάκι που γράφει
"προφυλαφτικά", ή κάπως έτσι.
Ο τρόπος που με κοίταξε, που ζύγισε το παρουσιαστικό, τη γοητεία και το
αρρενωπό μου φίλτρο, μου έδωσε να καταλάβω ότι δεν την άφησα αδιάφορη.
Πώς άλλωστε να την αφήσω; Τότε βρισκόμουν "στον υπόγειο" - ή κάπως
έτσι - της δόξας και της γοητείας μου. Συνδύαζα το βαρύ ανδρισμό με το γερό,
μυώδες και αθλητικό σώμα, την επιβλητική σοβαρότητα και την έκφραση του
ανθρώπου που έχει γνωρίσει τη ζωή. (Πράγματι, μετέδιδα πολύ μεγάλη γοητεία
με τα κοντά - σχολικά παντελονάκια - το καλαθάκι στο ένα χέρι, τη γαλάζια
πιπίλα και το γλειφιντζουράκι στο άλλο).
Και ξαφνικά, από το χέρι της γυναίκας που με είχε ξετρελάνει, γλίστρησε
το καλαθάκι, έπεσε στα χαλίκια, άνοιξε και ελευθέρωσε όλο το περιεχόμενό
του. Τότε αυτή άρχισε να κλαίει γοερά και να εκλιπαρεί για βοήθεια τα άλλα
παιδιά. Αλλά αυτά τα άκαρδα, αντί να βοηθήσουν μια συνάνθρωπό τους που τα
είχε ανάγκη, αδιαφόρησαν και συνέχισαν να γελάνε με τον παπά που ακόμη
ράντιζε και μούσκευε με το βασιλικό του.
Ένιωσα ότι το καθήκον και η λεπτότητα με καλούσαν. Έτρεξα κοντά της και
αφού της προσέφερα την πιπίλα μου για να σταματήσει να κλαίει, άρχισα να
μαζεύεω βιαστικά τα πράγματά της. Μόλις τελείωσα, της έδωσα το καλαθάκι και
της είπα:
-"Είσαι εντάξει τώρα;"
Αυτή με κοίταξε γεμάτη θαυμασμό και ενώ ένα γλυκό χαμόγελο χάραξε τα
πικραμένα της χείλη, είπε με μοναδική εφράδεια:
-"Πωθ θε λένε;"
-"Νικολάκη" απάντησα "εσένα;"
-"Ντάνια" μου είπε με κείνη τη γλυκιά φωνούλα της.
Μέχρι που τελείωσε ο αγιασμός μείναμε μαζί. Μετά προθυμοποιήθηκα να τη
συνοδεύσω στο σπίτι της. Δέχτηκε!!!
Η πείρα που είχα αποκτήσει με τις γυναίκες με ελευθέρωνε από
καθυστερήσεις και σούξου-μούξου. Γι' αυτό στο δρόμο προς το σπίτι της,
μεταξύ δυο γλειφιντζουριών φρούτου και μιας τζιχλόφουσκας, ήρθα αμέσως στο
"βραστό" ή το ψητό:
-"Θέλεις να τα φτιάξουμε;" ρώτησα
Βέβαια κατάλαβα ότι η θέση και η ηθική της δεν της επέτρεπαν να πει
ακόμη το "ναι". Προσπάθησε να αποφύγει την παγίδα:
-"Να τα φτιάκθουμε; Κθέρεις τώρα έχω πολλέθ δουλιέθ. Αμα θέλειθ φτιάκθετα
μόνοθ σου".
Γι' αυτό προσπάθησα να της δείξω το αγαθό του σκοπού μου:
-"Σε αγαπώ!"
-"Κθέρεις εγώ είμαι ηθικό κορίτθι, με αρχιέθ..."
-"Δεν σκέφτηκα καν το αντίθετο".
Έτσι εκφράσαμε τον ερωτά μας. Η πολλή αγάπη μας τύφλωσε και φτάσαμε,
κείνη τη μέρα, στο απροχώρητο. Την πήγα με πολλές δυσκολίες στο λούνα παρκ
και εκεί αρχίσαμε να .... ΚΑΝΟΥΜΕ κούνια. Επηρεασμένη από την τρέλα της
στιγμής αφεθήκαμε στη μεγαλύτερη ευτυχία. Δυστυχώς, παρόλη την πείρα μου σε
αυτά δεν πήρα τα αναγκαία προφυλακτικά μέτρα, ώστε να προλάβω το κακό.
Κάποια στιγμή, με ανεξέλεγκτο κοντρόλ, γλίστρησε από την κούνια και
νάτην κάτω να ουρλιάζει και να οδύρεται. Είναι αυτό που λέει χαρακτηριστικά
ο λαός: "Κούνια - κουνιαρίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι".
Πήγα κοντά και από την αρχή κάτι μου ξύνισε. Το αριστερό της πόδι
ερχόταν στο λίγο στραβό του. Πήγα να το ισιώσω, αλλά βρέθηκε στην πλάτη της.
-"Μπλέξαμε", είπα με βαθιά συναίσθηση της ευθύνης και της θέσης μου
"πρόκειται για σπάσιμο."
Άρχισε να ουρλιάζει ακόμη περισσότερο. Άρχισα να ουρλιάζω και εγώ για να
της δείξω πως συμπάσχω και πως την καταλαβαίνω. Στο μεταξύ, άκουσαν τα
ουρλιακτά μας κάποιοι από τα γειτονικά σπίτια, έτρεξαν οι άνθρωποι και μας
μετέφεραν στο νοσοκομείο.
***
Οι ώρες περνούσαν και πού να βγουν οι άκαρδοι οι γιατροί από το
χειρουργείο. Εγώ πηγαινοερχόμουν στον προθάλαμο, έγλυφα το ένα γλειφιτζούρι
μετά το άλλο και έβριζα τον εαυτό μου:
-"Βλάκα, να την πάθεις έτσι. Ούτε πρωτάρης να ήσουν!"
Ξάφνου, η επιβλητική μορφή του γιατρού με πλησίασε. Νιώθοντας τον ιδρώτα
να κυλά ποτάμι στο μέτωπό μου και τις πάνες μου να υγραίνονται έντονα, τον
ρώτησα έντρομος:
-"Γιατρέ, θα ζήσει;"
Αρχισε να γελά, μου είπε:
- "Είναι μια χαρά και σε ζητά. Αλλά, πριν πας μέσα, δώσε μου τα στοιχεία σας
να ειδοποιήσω τους γονείς σας. Θα έχουν τρελαθεί από την αγωνία τους!"
Έδωσα γρήγορα ονόματα και τηλέφωνα και ακολούθησα μια νοσοκόμα. Μπήκαμε
σε ένα φωτεινό δωμάτιο. Στο βάθος, πάνω σε ένα κατάλευκο κρεβατάκι,
βρισκόταν η Ντάνα μου. Πόσο ήταν καταβεβλημένη. Με τις κοτσίδες ξέμπλεκες
και το πόδι στο γύψο να κρέμεται από ένα γάτζο. Όμως εγώ την αγαπούσα ακόμη
περισσότερο.
-"Ντάνα μου" φώναξα "ζεις;"
-"Νικολάκη μου, εθύ είθαι;" (Χωρίς τα γυαλιά δεν έβλεπε ούτε τη μύτη της).
Πήγα κοντά και της έδωσα ένα καυτό φιλί στο μάγουλο.
-"Αφού είμαι εγώ εδώ, μη φοβάσαι τίποτα", της είπα. Αρχισε να κλαίει.
-"Κοίτα πωθ κατάντηθα" είπε και έδειξε το πόδι της. "Πωθ θα αποκαταθσταθώ
τώρα; Ποιοθ με παίρνει εμένα τώρα;"
-"Θα γίνεις γυναίκα μου" της είπα αποφασιστικά.
-"Το κάνειθ από θυμπόνοια. Πώθ θα φορτωθείθ μιαν ανάπηρη;"
-"Δεν νιώθω οίκτο για σένα" της είπα "μόνο αγάπη! Και η αγάπη μου τώρα είναι
πολύ μεγαλύτερη από ποτέ!".
-"Πωθ θα φτιάκθουμε οικογένεια εμείθ. Πώθ θα ζήθουμε μαζί τρειθ; Εγώ, εθύ
και η αναπηρική καρέκλα; Πώθ;"
-"Η αγάπη για σένα δεν έχει όρια. Τον έρωτά μου δεν μπορεί να τον περιορίσει
μια αναπηρική καρέκλα", της το ξέκοψα.
-"Μοναδική μου αγάπη" είπε και άρχισε να κλαίει.
Αγκαλιαστήκαμε!
***
Έτσι αγκαλιασμένους μας βρήκαν οι γονείς της Ντάνας μου, που κατέφθασαν
αλαφιασμένοι.
-"Παιδί μου, κοριτσάκι μου!"
-"Κορούλα μου!" είπαν και έπεσαν στην αγκαλιά της οσιομάρτυρος. Μόλις πέρασε
το πρώτο ξέσπασμα, στράφηκαν σε μένα:
-"Εσύ παιδί μου είσαι καλά;" ρώτησε ο πατέρας της.
-"Ναι, πολύ καλά" απάντησα " θα μπορούσα παρακαλώ να σας πως κάτι
ιδιαιτέρως;"
Φανερά παραξενεμένος ο μέλλων πεθερός μου με ακολούθησε έξω στον
προθάλαμο. Του είπα όλο σοβαρότητα:
-"Κύριε, επειδή νομίζω ότι φέρω κάποια ευθύνη για όσα έγιναν, θέλω να σας
ανακοινώσω ότι είμαι πρόθυμος να αποκαταστήσω την κόρη σας. Αυτή μάλιστα τη
στιγμή ζητώ το χέρι της! Σκέφτομαι ότι μόλις βγει η Ντάνα από το νοσοκομείο,
μπορούμε να περάσουμε τις βέρες".
Φαίνεται ότι ο πεθερός μου δεν περίμςνε ποτέ από μένα μια τόσο ιπποτική
αντίδραση, γιατί μόλις του είπα αυτά, έτρεξε στο γραφείο και γύρισε
φέρνοντας μαζί του τρεις γιατρούς που άρχισαν να μου πασπατεύουν το κεφάλι,
ρωτώντας με κάθε τόσο αν εκεί που έκανα κούνια έπεσα και έκανα καρούμπαλο.
Ευτυχώς στο βάθος φάνηκαν οι γονείς μου που αγωνιούσαν να δουν σε τι
κατάσταση βρισκόταν ο κανακάρης τους. Έτρεξα κοντά τους και αρχίσαμε να
κλαίμε ομαδικώς. Τόση ήταν η χαρά μας. Εγώ βέβαια δεν μπορούσα να ξεχάσω το
χρέος μου. Είπα στον πατέρα μου για τα σχέδια περί γάμου και αυτός φάνηκε
πιο λογικός από τον πεθερό μου:
-"Παιδάκι μου" μου είπε "δεν περιμένεις να τελειώσετε πρώτα το δημοτικό,
νά'χεις ένα χαρτί στο χέρι σου για να μπορείς να συντηρήσεις οικογένεια;"
-"Μπαμπά πρέπει να την παντρευτώ" είπα αποφασισμένος εγώ. "Μου το επιβάλλει
η αντρική μου τιμή".
Στο μεταξύ, άκουσα από το δωμάτιο τη Ντάνα μου να κλαίει. Άφησα σύξυλο
τον πατέρα μου - σαν τότε που του ήρθε το χαρτί από τη εφορία - και έτρεξα
προς τα εκεί. Μπήκα μέσα και αντίκρυσα ένα δωμάτιο σωστό ζαχαροπλαστείο:
τούρτες, σοκολάτες, καραμέλες και ένα σωρό παιχνίδια. Μόλις με είδε η Ντάνα,
που φορούσε τώρα τα γυαλιά της άρχισε να κλαίει με λυγμούς:
-"Νικολάκη μου θέλουν να μαθ χωρίθουν ... Δεν θέλουν το γάμο μαθ ... Κοίτα
τι μου έφεραν για να θε κθεχάθω ..."
-"Μη στενοχωριέσαι" της είπα "η αγάπη μας είναι πιο δυνατή από τη θέλησή
τους. Θα κλεφτούμε!"
***
Τελικά είναι πάρα πολύ δύσκολο να κλεφτείς. Ξέρεις τι είναι να
περιφέρεσαι νυχτιάτικα στους δρόμους, με μια καρέκλα στους όμους κι έναν
νωχελικό φακό να αγωνιά να σπάσει το σκοτάδι; Νά' μαι λοιπόν σαν το φάντασμα
του μεσονυκτίου, μπροστά στο σπίτι της Ντάνας. Άνοιξα αθόρυβα την εξώπορτα,
πέρασα τον κήπο και πήγα στο πίσω μέρος του σπιτιού. Να το λουτρό. Όπως μου
είχε πει η Ντάνα, το παραθυράκι ήταν ανοιχτό. Ανέβηκα στην καρέκλα και με τα
χίλια βάσανα κατάφερα να περάσω μέσα. Από τις περιγραφές της μέλλουσας
γυναίκας μου μπόρεσα, χωρίς μεγάλη ιδιαίτερο πρόβλημα, να βρω το δωμάτιο
της. Πάνω στο κρεβάτι ένας μάλλινος μπόγος κοιμόταν του καλού - καιρού.
-"Καλή είναι αυτή!", σκέφτηκα
Άρχισα να τη σκουντάω. Μετά από πολλούς κόπους ένα κεφάλι φανερώθηκε μέσα
από τις κουβέρτες.
-"Τί είναι, τί θέλειθ και με κθυπνάθ;"
-"Σσσσ, κάνε ησυχία, ντύσου γρήγορα να φύγουμε".
-"Δεν το αναβάλλουμε για αύριο, λέω εγώ ... Πού να θυκώνομε τώρα ... Κάνει
και ένα κρύο ... μπρρρρ ..."
-"Καλά δεν σκέφτεσαι όσα περάσαμε, εμένα, την αγάπη μας;", απόρησα
-"Να βράθω και θένα και την αγάπη μαθ. Εγώ νυθτάζω. Δεν πάω πουθενά!"
Έμεινα σύξυλος! Πώς έφυγα, πώς έφτασα στο σπίτι μου, πώς βρέθηκα στην
κουζίνα να ψάχνω για καραμέλες, ούτε που μπορώ να το καταλάβω.
Εκείνο που κατάλαβα πάντως είναι ότι προσπάθησα κείνη τη νύχτα να
αυτοκτονήσω με καραμέλες τρεις φορές.
-"Δεν με αγαπά πια" ...γκλου-γκλου οι καραμέλες "... υποκύπτει στην πρώτη
δυσκολία ..." γκλου-γκλου οι καραμέλες. Βέβαια έζησα. Πού ακούστηκε θάνατος
με καραμέλες; Μόνο που για την υπόλοιπη νύχτα βρισκόμουν -επί μονίμου
βάσεως- στην τουαλέττα.
Όταν ξημέρωσε ο καλός Θεούλης τη μέρα, είδα τα πράγματα από διαφορετικό
πλάνο.
-"Θα την κάνω να ζηλέψει" σκέφτηκα
Έτσι ειδοποίησα την Ελίζα - που πήγαινε βόλτες με όλα τα αγόρια της τάξης -
και πήγαμε μαζί στο σχολείο. Μοιραστήκαμε το μήλο μου και μετά η Ελίζα
έφυγε. Ηξερα πως η αντίδραση της Ντάνας δεν θα αργούσε να εκδηλωθεί.
Πραγματικά, σε λίγο, να την απτόητη να με πλησιάζει. Δίπλα της βρισκόταν ο
Γιαννάκης, ο μεγάλος ανταγωνιστής μου. Με προσπέρασαν, χωρίς να μου δώσουν
σημασία, και εξαφανίστηκαν κατά το λούνα-παρκ.
Βρισκόμουν σε κατάσταση υστερίας. Εκλαιγα, κλότσαγα, ούρλιαζα. Δεν μου
έφτανε που έχασα την αγαπημένη μου, έμεινα και με μισό μήλο, αφού το άλλο το
έδωσα στην Ελίζα σαν πληρωμή.
***
Ετσι άδοξα τελείωσε ένας μεγάλος έρωτας! Τα χρόνια πέρασαν και νά' μαι
τώρα ένας σαραντάρης που κάθομαι και σας εξιστορώ τις παιδικές μου
περιπέτειες.
Όλα αυτά τα χρόνια που ακολούθησαν δεν άλλαξε τίποτα στις σχέσεις μου μα
τις γυναίκες. Πάντοτε ήμουν ο σοβαρός, ο ευγενικός, ο αυθόρμητος κύριος που
πάντοτε έβρισκε την ευκαιρία να προτείνει κάποιο "περίπατο". Όμως η παιδική
εκείνη ιστορία μου έδωσε ένα μάθηκα. Ποτέ, από τότε, δεν πήγα μαζί με
γυναίκα στο λούνα-παρκ. Και δεν πρόκειται να πάω ακόμη κι αν περάσουν 30, 40
χρόνια.
Εκτός από μια και μόνη περίπτωση... Αχ! αγαπημένη μου Ντάνα, που να
βρίσκεσαι τώρα;
Ζώντος Μάκης
zontos(@)otenet.gr
______________________________________________________________________
Joke of the Day ... Ελληνική Λίστα Ανεκδότων
Πληροφορίες --> https://anekdota.duckdns.org/jokes_list.html
______________________________________________________________________
- Επόμενο μήνυμα: Akis Karnouskos: "Οι Ινδιάνοι και ο Καιρός"
- Προηγούμενο μήνυμα: Giannis P. Kalogiannis: "Re: Πως να χρησιμοποιείτε αποτελεσματικά τις δισκέτες σας"
- Μηνύματα ταξινομημένα ανά: [ ημερομηνία ] [ thread ] [ θέμα ] [ συγγραφέα ] [ Επισυναπτόμενο ]
- Mail ενέργειες: [ Απάντησε σε αυτό το μήνυμα ] [ Στείλε ενα καινούριο μήνυμα ]