(nil): Nikos Tsekhs (ntsek(@)freemail.gr)
Ημερομηνία: Δευ 05 Απρ 2004 - 16:55:35 EEST
- Μηνύματα ταξινομημένα ανά: [ ημερομηνία ] [ thread ] [ θέμα ] [ συγγραφέα ] [ Επισυναπτόμενο ]
- Mail ενέργειες: [ Απάντησε σε αυτό το μήνυμα ] [ Στείλε ενα καινούριο μήνυμα ]
Εκείνο το βράδυ ο Πίπης είχε τα γενέθλια του. Έκλεινε αισίως τα πενήντα
και έμπαινε στην έκτη δεκαετία της ζωής του. Όμως η Λούλα επέμενε να τα
γιορτάσουν έξω.
«Πίπη μου, ας τα γιορτάσουμε έξω, σε μια καλή ταβέρνα, το ίδιο κάνει»
και τον έπεισε. Δε χρειαζότανε και πολύ. Πάντα της Λούλας πέρναγε.
Καλέσανε λοιπόν στα γρήγορα τους καλύτερους φίλους τους. Φίλους
παλιούς, του Πίπη βασικά, με τις γυναίκες τους φυσικά, φίλες της Λούλας
ουσιαστικά. Επτά θέσεις στο «Λούκουλο», ένα ρεστοράν
με καλή φήμη. Αξιοπρεπής λύση για γενέθλια.
Οι τέσσερις, φίλοι παλιοί, μιας πεπερασμένης επαναστατικής εποχής.
Έτσι είναι όλες οι παλιές φιλίες, αντιπροσωπεύουν πάντα μια επαναστατική
περίοδο της ζωής μας. Τα νιάτα μας.
Ο Πίπης, ο Νεόφυτος, ο Σάκης, η Μιμή- γυναίκα του Σάκη, η Γιολάντα του
Νεόφυτου και ο Λαλάκος, ο μόνος ανύπαντρος στην κομπανία.
Πριν από το ραντεβού πέσανε τα τηλέφωνα, κυρίως από τις κυρίες. Οι τρεις
χάριτες είχανε καιρό να βρεθούνε τελευταία. Θα’ λεγε κανείς πως η επαφή
τους ήτανε περισσότερο τηλεφωνική. Όμως γενικά
μια δυο φορές το χρόνο συναντιόντουσαν. Κυρίως σε κάποιες γιορτές ή
γενέθλια. Όλοι πολυάσχολοι, στην πιο παραγωγική ηλικία, όπως διατείνονταν.
Η Λούλα τηλεφώνησε πρώτα στη Μιμή, ύστερα στη Γιολάντα, το κάθε
τηλεφώνημα κράτησε μια ώρα. Ύστερα η Μιμή πήρε τη Γιολάντα, αυτό
διήρκεσε δυο ώρες και δέκα λεπτά. Και πάντοτε η ίδια
διαδικασία. Οι δυο γυναίκες θάβανε την τρίτη. Εναλλάξ, έτσι για να
αποδίδεται και δικαιοσύνη. Πρόκειται βέβαια για αγνό κουτσομπολιό, έτσι
για να περνάει η ώρα. Χωρίς να εμπεριέχει ίχνος
κακίας. Έτσι είναι οι φίλες.
Τελικά συναντήθηκαν στο Λούκουλο, οκτώ και τριάντα ήτανε το ραντεβού,
σχετικά νωρίς θα’ λεγε κανείς. Ο Λαλάκος, ο ανύμφευτος, έκανε το λάθος
να αργήσει κάπου μια ώρα. Ήτανε αρκετός ο χρόνος
για να θυμηθούνε όλα του τα κουσούρια, τα λάθη, τις γκάφες, τις
βλακείες, τις αδυναμίες του χαραχτήρα του εν γένει. Το σύνηθες θάψιμο
που γίνεται δηλαδή στον απόντα. Τον αναστήσανε βέβαια
αμέσως μόλις ήρθε. Αγκαλιές, χαρούλες, φιλιά σταυρωτά και τα γνωστά.
«Αρχίσαμε να ανησυχούμε βρε παιδί μου» ο ένας, και «γλέντι χωρίς Λαλάκο
δε γίνεται» ο άλλος. Όλα καλοπροαίρετα, έτσι
είναι οι φίλοι. Κυρίως όταν παραγνωρίζονται. Και η βραδιά κυλούσε όπως
έπρεπε. Θυμήθηκαν παλιές ιστορίες, περιστατικά που γίνανε πια σαν
ανέκδοτα από τη συχνή επανάληψη. Θυμήθηκαν επίσης
και απόντες, όπως και εκλιπόντες. Κάθε τόσο τα ποτήρια γέμιζαν, τη μια
χάχανα και γέλια την άλλη. Και μετά, έπεφτε ίδια με μάσκα, εκείνη η
έκφραση η γλυκανάλατη της νοσταλγίας στα πρόσωπα
τους.
Και κάθε φορά που μιλάγανε για κάποιον, στο τέλος το επιμύθιο: «Όμως,
καλό παιδί ο Τάσος. Είχε χρυσή καρδιά» ή «Αν και ξεμυαλισμένη η Τζένη,
ήτανε καλή κοπέλα στο βάθος».
Η Λούλα φόραγε μια μαύρη τουαλέτα, ξώπλατη, σα να επρόκειτο για
προεδρική δεξίωση. Η Γιολάντα πάντα ασούμπαλη, άκομψη. Οι άνθρωποι δεν
αλλάζουν εύκολα μες την πορεία τους, άλλωστε τι θα
πρόσθετε τώρα πια μια αλλαγή, είχε πάρει πολλά κιλά τελευταία. Η Μιμή
πάντα κομψή, πάντα ραφινάτη, κορμάρα, στο σώμα θύμιζε μπαλαρίνα, όμως
στο πρόσωπο οι πρώτες ρυτίδες ήτανε φανερές και το
παχύ ρίμελ, από το γέλιο που φέρνει δάκρυα όπως λένε, είχε ξεβάψει με
τραγικό αποτέλεσμα. Το ένα μάτι ήτανε σα να’ χε φάει μπουνιά. Ο
εορτάζων φόραγε το πιο καλό βραδινό κουστούμι του, μαύρο
κατράμι, θύμιζε κηδεία περισσότερο από γιορτή. Η καράφλα του
μελαγχολούσε αυτούς που θυμόντουσαν το φουντωτό τσουλούφι της νιότης
του. Ο Νεόφυτος είχε βάλει πολλά κιλά, η κοιλιά του και το
στομάχι του ακούμπαγαν στο τραπέζι, τα δε προγούλια του
διπλασιαζόντουσαν κάθε που γέλαγε ανοιχτόκαρδα. Είχε ένα δυνατό γέλιο
που σίγουρα ακουγότανε χιλιόμετρα μακριά. Είχανε αλλάξει.
Ευτυχώς όλοι! Ο πιο καλοδιατηρημένος ήτανε σίγουρα ο Λαλάκος. Ίσως σε
αυτό να’ χε βοηθήσει και ο χαρακτήρας του. Αριβίστας, αναίσθητος,
ανεύθυνος, ωραίος άντρας στα νιάτα του, διατηρούσε
ακόμη ένα κομμάτι από τη γοητεία του αν και πλησίαζε και αυτός αισίως
τα πενήντα. Οι κακές γλώσσες λέγανε πως είχε κάνει λίφτινγκ.
Υπερβολές. Και πώς να γεράσει ο Λαλάκος. Δεν έβαζε
στεναχώρια για τίποτα στην καρδιά του. Γόνος ευκατάστατης οικογένειας,
δεν τον απασχόλησε ποτέ το χρήμα σαν αυτοσκοπός, δε δούλεψε ποτέ πολύ,
δεν κουράστηκε, δεν πόνεσε.
Η μόνη του αδυναμία ήταν οι γυναίκες. Οι πολλές γυναίκες όμως. Τις
άλλαζε σαν πουκάμισα όπως λένε. Ποτέ του δε στέριωσε σε μια. Η μεγάλη
του αδυναμία όμως ήτανε οι γυναίκες των άλλων. Με
λίγα λόγια οι παντρεμένες. Αυτό εξηγεί ίσως καλύτερα γιατί δεν
παντρεύτηκε ποτέ. Λίγο δύσκολο να παντρευτεί μια παντρεμένη.
Παρεμπιπτόντως, τις τρεις κυρίες των φίλων του, τις είχε πηδήξει
κάποια στιγμή. Όταν ο ένας έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι, όταν ο άλλος
είχε την ίδια στιγμή στα γόνατά του την ιδιαιτέρα του, όταν ο τρίτος
είχε κάνει κάποτε εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας.
Όμως αυτό, η κάθε μια το ήξερε για τον εαυτό της. Ούτε μπορούσε να το
φανταστεί για τη διπλανή και την απέναντί της. Μικρές αμαρτίες, που
είναι σα να μη γίνανε αφού κανείς τρίτος δεν τις
γνώριζε. Παλιά ξινά σταφύλια! Μα να ήτανε μόνο έτσι.Μακρά η πορεία
μέσα στο χρόνια.
Ο Νεόφυτος κάποτε το’ κανε με τη Μιμή, η Μιμή σε κάποια στιγμή
αδυναμίας και με τον Πίπη, η Γιολάντα της έλαχε μια φορά με το Σάκη. Ο
Σάκης σε κάποια στιγμή δύσκολη γι’ αυτόν, όταν είχε
τσακωθεί με τη Μιμή πήγε με τη Λούλα, ε, ανθρώπινα είναι αυτά, έτσι
είναι οι φίλοι, έτσι είναι η παρέα.
Ήρθε η στιγμή και της τούρτας. Τίποτε δεν ξέχναγε η Λούλα. Μανούλα στη
διοργάνωση. Ένα κερί στη μέση, αυτό δα έλειπε να βάλει πέντε. Για
πενήντα ούτε λόγος, δε θα χωράγανε κι’ όλας. Μέχρι
και το όνομα είχε παραγγείλει να’ ναι γραμμένο με σοκολάτα και μάλιστα
με γράμματα καλλιγραφικά. «Πίπης». Ευτυχώς που διέθετε μικρό και
εύκολο όνομα. Φύσηξε ο Πίπης με όλη του τη δύναμη, η
παρέα τραγούδαγε το γνωστό ρεφρέν, στα αγγλικά μάλιστα. .Happy birthday
to you ..... Το κερί έσβησε αμέσως φυσικά. Χαράς το πράγμα. Και ένας
μπόμπιρας δυο χρονώ θα μπορούσε, όμως ο Πίπης
έδειχνε περήφανος που τα κατάφερε με την πρώτη. Χειροκροτήματα, ευχές,
αγκαλιές, φιλιά, βγήκανε και τα δώρα. Κουτάκια φανταχτερά, περίτεχνα
συσκευασμένα με κορδελίτσα και φιόγκο για να
εξάπτουν την φαντασία και την περιέργεια. Όλα όπως έπρεπε δηλαδή. Όμως
η Λούλα, μανούλα όπως είπαμε στο να οργανώνει εκπλήξεις και γιορτές,
είχε φτιάξει σχέδιο για τη συνέχεια της βραδιάς.
Είχε συνεννοηθεί από πριν με τους άλλους να του κάνουνε μια έκπληξη.
Πάσαρε λοιπόν το κλειδί κάτω από το τραπέζι στη Γιολάντα και άρχισε να
γκρινιάζει μετά από λίγο.
«Αχ, ζαλίστηκα, δεν αισθάνομαι καλά. Δεν πάμε σπίτι;»
«Μα Λούλα μου από τώρα;»
Αχ ρε Πίπη, τόσα χρόνια δεν τα κατάφερες, τώρα θα έλεγες όχι;
Έτσι σηκώθηκαν όλοι. Πάλι ευχές, πάλι φιλιά, πάλι αγκαλιές. Έτσι είναι
φίλοι. «Και του χρόνου!»
«Να τα εκατοστίσεις!» Να τα χιλιάσεις!»
Η Λούλα βέβαια κατάφερε να τον καθυστερήσει. Την ώρα που οι άλλοι
μπαίνανε στα αυτοκίνητα τους της ήρθε: «Πίπη μου, πάω τουαλέτα».
Περίμενε ο Πίπης σα μαλάκας απ’ έξω, ίδιο άγαλμα. Κάθε τόσο, όσο
καθυστερούσε αυτή, ανησυχώντας φώναζε: «Λούλα, είσαι καλά;» μια και δεν
μπορούσε να μπει στο άδυτο των γυναικείων καμπινέδων,
το απαραβίαστο, το άσυλο των ασύλων.
Οι άλλοι φτάσανε, μπήκανε με το κλειδί σα νοικοκύρηδες στο σπίτι, δεν
ανάψανε ούτε φως ούτε σπαρματσέτο, και περιμένανε ίδιες σκιές στο
σκοτάδι την άφιξη του Πίπη και της Λούλας.
Χλιμιντρίζοντας, όλο αδημονία για την επικείμενη έκπληξη-φάρσα. Σωστή
ιεροτελεστία έμοιαζε. Ο Λαλάκος μάλιστα δεν έχασε ευκαιρία, πρόλαβε να
βάλει χέρι στη Μιμή, καλοδεχούμενο βέβαια γιατί
τώρα τελευταία σπανίζανε τέτοιες ευκαιρίες. Πέντε λεπτά αργότερα έφτασε
και ο Πίπης, με τη Λούλα να τον ακολουθεί πάνω στα ψηλά τακούνια της.
Κατατρόμαξε ο δύστυχος, γιατί ο Πίπης ήτανε και φοβητσιάρης (και ποιος
δε θα φοβότανε άλλωστε). Μόλις είδε μια σκιά να κινείται έβαλε φωνή
«αχ!» τα πόδια του κόπηκαν, οι παλμοί της καρδιάς
του ανέβηκαν στους 250, τα φώτα ανάψανε.
Ο Πίπης γέλασε σα μαλάκας, δεν ήθελε να δείξει πως φοβήθηκε. Φιλιά,
αγκαλιές, χαρούμενα χάχανα και πάλι «να ζήσεις, να τα κατοστίσεις, να τα
χιλιάσεις». Έτσι είναι οι φίλοι!
Έκανε ο Πίπης πως το βρήκε «ωραίο αστείο», μέσα του έβριζε και έβραζε,
γιατί είχε πάρει μια τρομάρα. Τα γόνατά του ακόμα τρέμανε και τα
μηλίγγια του σφυρίζανε. «Γαμώ το κέρατο σας, ηλίθιοι,
την Παναγία σας» απ’ έξω είχε ένα αγαθό, καλοσυνάτο χαμόγελο. «Θα’ θελα
να’ ξερα, ποιανού ηλίθιου ιδέα ήτανε» σκέφτηκε και μόνο στη Λούλα του
δεν πήγε το μυαλό του. Η Λούλα υπεράνω πάσης
υποψίας. Η Λούλα γι’ αυτόν ήτανε τέλεια, σπουδαία, ιδανική. Με λίγα
λόγια του είχε επιβληθεί. Βέβαια αν είχε λίγο μυαλό θα θυμότανε κάτι
περιστατικά που δείχνανε ξεκάθαρα πόσο η γυναίκα του
λάτρευε τις φάρσες. Ήτανε κάποτε, για παράδειγμα, πρωταπριλιά που η
Λούλα είχε μια φαεινή ιδέα. Μάλιστα, τον είχε βάλει να την εκτελέσει ο
ίδιος, αλλάζοντας τη φωνή του στο τηλέφωνο. Είχε
πάρει κατά προτροπή της την Γιολάντα. Και μετά τη Μιμή και ύστερα το
Λαλάκο. «Σας τηλεφωνώ από την ΕΥΔΑΠ. Έχετε κανένα πρόβλημα;» Από την
άλλη μεριά αιφνιδιασμός. «Μα, όχι.δε νομίζω».
«Παρακαλώ δοκιμάστε τις βρύσες σας, γιατί κάνουμε κάτι έργα στην περιοχή
σας».
«Αμέσως περιμένετε» ήτανε η φυσιολογική αντίδραση. Και μετά: «Εντάξει,
έχουμε νερό».
«Α, ωραία. Ανοίξτε τότε όλους τους ρουμπινέδες και αφήστε τους να
τρέχουνε μέχρι να σας πάρουμε ξανά. Ευχαριστώ». Η φάρσα έπιασε, η Λούλα
και ο Πίπης είχανε ξεκαρδιστεί στα γέλια. Μετά από
ένα τέταρτο περίπου το τηλέφωνο ξαναχτύπαγε.
«Από την εταιρεία υδάτων πάλι. Κλείστε τις βρύσες τώρα» και χωρίς
μαντήλι τώρα ξεσπώντας σε γέλια: «και μπες στην μπανιέρα να μουλιάσεις!»
Έξαλλοι οι άλλοι που την πατήσανε τόσο εύκολα,
κανείς τους δεν το’ δειξε όμως.
«Άντε ρε Πίπη, και του χρόνου!» και κάνανε πως το βρήκανε πολύ αστείο.
Την επόμενη πρωταπριλιά δοκιμάσανε το ίδιο κόλπο σε παραλλαγή. Ξανά
ιδέα της Λούλας φυσικά. Από την ΕΥΔΑΠ σας τηλεφωνούμε, έσπασε ένας
αγωγός με χημικά απόβλητα. Το νερό έχει μολυνθεί.
Ανοίξτε τις βρύσες και αφήστε τις να τρέχουν μέχρι να σας ειδοποιήσουμε».
Αυτή τη φορά το κόλπο δεν έπιασε, παρ’ όλο που το μαντήλι αλλοίωνε τη
φωνή. «Πίπη, αϊ γαμήσου μαλάκα!» του’ πε ο Νεόφυτος, αν και στην παρέα
εθεωρείτο ο πιο αγαθιάρης. Όμως, αφού δεν έπιασε
το κόλπο σε αυτούς η Λούλα επέμενε. «Πίπη, πάρε το διευθυντή σου, θα
γελάσει πολύ σου λέω». Ήταν ακόμα πρωί, ο διευθυντής του έλαχε να’
κάνει ντους ο άνθρωπος, κόντεψε να γλιστρήσει μέχρι να
πιάσει το τηλέφωνο. Συν τοις άλλοις κατατρόμαξε ο φουκαράς και άρχισε
να ψάχνεται μήπως είχε βγάλει καντήλες, σπυριά, φουσκάλες ή κάτι τέτοιο.
Μετά γέλασε βέβαια, του είπε «και του χρόνου».
Μόνο που το εννοούσε. Έξι μήνες έκανε για να ξαναβρεί δουλειά ο Πίπης.
Αυτά όμως ανήκανε στο παρελθόν. Σχεδόν δέκα χρόνια είχανε περάσει και ο
Πίπης μόνο στη γυναίκα του δεν πήγε το μυαλό του. Άλλωστε, παρ’ όλο που
τρόμαξε, παρ’ όλο που συγχύστηκε, παρ’ όλο που
αισθάνθηκε εντελώς ηλίθιος, ακριβώς γιατί φοβήθηκε, στο τέλος κατάφερε
να καλμάρει. Να βγάλει το θυμό από μέσα του λέγοντας: «Ένα αστείο
ήτανε. Έτσι είναι οι φίλοι».
Η Λούλα έφερε σαμπάνιες, η βραδιά συνεχίστηκε, σχεδόν καρμπόν με τις
άλλες. Ιστορίες από παλιά που γίνανε ανέκδοτα επαναλαμβανόμενες,
αναμνήσεις, αστειάκια, κάτι περιστατικά από το στρατό
πήγανε να αρχίσουνε οι άνδρες, οι γυναίκες όμως δε γουστάρανε, τους
κόψανε το βήχα.
«Αυτά θα ακούμε τώρα;» και ξαφνικά αισθάνθηκαν όλοι μια πλήξη!
Και ήτανε νωρίς ακόμα, ούτε δώδεκα δεν είχε πάει η ώρα. Τότε ο Λαλάκος
είχε την έμπνευση.
«Δεν παίζουμε ένα χαρτάκι, να περάσει η ώρα;» Η πρόταση έγινε
ευπρόσδεκτη, με ενθουσιασμό μάλιστα. Ήτα μια κάποια λύση στην ανία που
είχε αρχίσει να τους βαραίνει τα βλέφαρα. Και
επιστρατεύτηκαν οι τράπουλες, η τσόχα, οι μάρκες και το στρογγυλό
τραπέζι άνοιξε και μεγάλωσε με μια σανίδα στη μέση, πρόβλεψη του
κατασκευαστή για τέτοιες έκτατες περιπτώσεις. Άρχισε λοιπόν ο
τζόγος για να περάσει η ώρα, και η ώρα πέρναγε, το παιχνίδι χόντραινε,
οι φίλοι γινόντουσαν εχθροί, ανταγωνιστές. Το χρήμα έπαιζε το δικό του
καθοριστικό και καταλυτικό ρόλο.
Η αλήθεια ήτανε πως ο Πίπης ο φουκαράς ήτανε ο μόνος που δεν του άρεσε
το χαρτί. Άρχισε να χασμουριέται. «Καρέ του Ρήγα» ο Λαλάκος. «Τι
γκίνια είναι αυτή» γκρίνιαζε η Γιολάντα «Είχα του
Βαλε».
Ο Πίπης νύσταξε, είχε πάει τέσσερις η ώρα, αλλά τι να κάνει, να τους
διώξει;» Οικοδεσπότης ήτανε, καλεσμένοι του ήτανε και πώς να το κάνουμε,
τα γενέθλια του ήτανε. Σηκώθηκε με μάτια
γλαρωμένα. Είχε πιει αρκετό κρασί στο Λούκουλο και κάμποση σαμπάνια
μετά. «Επιτρέψτε μου, ζαλίστηκα. Θα ξαπλώσω λίγο στον καναπέ και
ξανάρχομαι», είπε. Κανείς δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με
την αποχώρηση του. Ο Πίπης ξάπλωσε, το καρέ συνέχισε με περισσότερη
έξαρση και πριν περάσουνε πέντε λεπτά συνέχισε να ροχαλίζει. Ξαπλωμένος
ανάσκελα, μέσα στο μαύρο του κουστούμι, η καράφλα
του να γυαλίζει κάτω από τον πολυέλαιο και το στόμα του ανοιχτό να
χάσκει. Και ήτανε ένα ροχαλητό τόσο δυνατό που ενοχλούσε τους παίχτες,
τους αποσπούσε εντελώς την προσοχή από το παιχνίδι.
Άρχισαν να κοιτάζονται μεταξύ τους με αμηχανία και όλοι μαζί να
κοιτάζουνε τη Λούλα με οίκτο. «Πιο δυνατό ροχαλητό δεν έχω ξανακούσει»
είπε ο Νεόφυτος. «Αμ, το δικό σου δεν το ακούς γιατί
κοιμάσαι» τον κάρφωσε η γυναίκα του. «Καλά Λούλα, έτσι ροχαλίζει
πάντα;» ρώτησε η Μιμή. Παρεμπιπτόντως ένα βράδυ πριν από κάποια χρόνια
είχε κοιμηθεί μαζί του, όμως πώς να ακούσει το
ροχαλητό του αφού μέχρι το πρωί τον ξεζούμιζε. Η Λούλα αναστέναξε και
πήρε ύφος οσιομάρτυρα. Συχνά της άρεσε να το παίζει θύμα.
«Και πως κοιμάσαι χριστιανή μου;» επέμενε ο Σάκης.
«Ε, τώρα έχουμε δυο κρεβατοκάμαρες» απολογήθηκε αυτή.
«Με τέτοιο ροχαλητό», έκανε χιούμορ ο Νεόφυτος «χρειάζονται δύο σπίτια!»
Και το βρήκε τόσο έξυπνο που γέλαγε επί πέντε λεπτά. Και τα προγούλια
του γίνανε σαν ακορντεόν που ανοιγόκλεινε, αφού
από το πολύ γέλιο το κεφάλι του πήγαινε μια πίσω και μια μπρος. Όμως
κανείς άλλος δε γέλασε, μόνο ο Λαλάκος πρόσθεσε. «Κάτι ξέρω εγώ που
δεν παντρεύομαι». Και τότε η Λούλα είχε την
έμπνευση: «Έχω μια ιδέα.» είπε.
«Η καλύτερη ιδέα θα’ τανε να τον ξυπνήσεις, να πάει στο κρεβάτι του ο
έρμος και να μας αφήσει και μας να παίξουμε καμιά ωρίτσα» γκρίνιαξε η
Γιολάντα που ήταν εκνευρισμένη γιατί έχανε και
ανυπομονούσε να ξαναρχίσουνε. «Ναι, ναι, αυτό θα κάνω» είπε όλο οίστρο
η Λούλα, σχεδόν λαχανιασμένη από ενθουσιασμό. «αλλά λέω να του κάνουμε
μια μικρή πλάκα».
«Κι’ άλλη;» μουρμούρισε ο Σάκης. «Αμάν βρε Λούλα με τις πλάκες σου».
«Μα είναι καταπληκτική ιδέα» επέμενε αυτή. «Ακούστε με». Τους
εξήγησε το σχέδιο. Μιλούσε ψιθυριστά, με ύφος συνωμοτικό. «Θα σβήσουμε
τα φώτα. Όλα!! Να’ ναι θεοσκότεινα. Θα κάνουμε
ένα θόρυβο ή τέλος πάντων θα τον τραβήξει κάποιος από το πόδι να
ξυπνήσει. Την ώρα εκείνη εσείς θα συνεχίζεται τάχα μου πως παίζετε. Θα
μιλάτε κανονικά. Μα είναι καταπληκτική ιδέα. Ο
καημένος ο Πίπης μου θα νομίσει πως στραβώθηκε!»
Άλλοι βρήκανε έξυπνη την ιδέα, οι υπόλοιποι συμφωνήσανε για να
μπορέσουνε επιτέλους να παίξουνε ανενόχλητα.
Τα φώτα σβήσανε. Η Λούλα μάλιστα κατέβασε το γενικό, όπως κάνουνε την
Πρωτοχρονιά όταν αλλάζει ο χρόνος. Η Παρέα άρχισε το εικονικό παίξιμο.
«Πεντακόσια», η Μιμή.
«Πεντακόσια και χίλια ακόμα.», ο Σάκης.
Αυτά και τα ρέστα μου», ο Λαλάκος.
Για μεγαλύτερη αληθοφάνεια κουδουνάγανε και τις μάρκες. «κέντα» ο ένας,
φουλ ο άλλος. Τα λεφτά είναι δικά μου» φώναξε η Γιολάντα, «καρέ του
άσσου». Και το’ πε με αγανάχτηση γιατί όλο το
βράδυ δεν είχε σταυρώσει κόλπο. Το χάρηκε έστω και στα ψεύτικα. Ο
φουκαράς ο Πίπης, αγουροξυπνημένος προσπαθούσε να καταλάβει. Έτριβε
και ξανατρίβε τα μάτια του στα σκοτάδια.
«Δεν είναι δυνατόν!» και ξαφνικά έμπηξε τις φωνές. «Τα ματάκια μου!!!
Έχασα τα ματάκια μου!!! Τυφλώθηκα, δε βλέπω, βοήθεια!»
Η Λούλα από το μέσα δωμάτιο ανέβασε την ασφάλεια. Το πρόσωπο της είχε
έκφραση θριάμβου. Ήτανε η πιο πετυχημένη φάρσα της ζωής της. Όλοι
είχανε ξεσπάσει σε γέλια. Μα τέτοιο γέλιο που δεν
μπορούσανε να σταματήσουνε και τα μάτια τους είχανε θαμπώσει από τα
δάκρια. Η Λούλα μπήκε με ύφος αυτοκράτορα στο σαλόνι.
«Αυτή ήτανε φάρσα!» ξεφώνισε. «Τέτοια πλάκα θα τη θυμάστε.» Η φωνή της
κόπηκε. Τα μάτια της γούρλωσαν. Το θέαμα που αντίκρισε και αυτοί και
οι άλλοι μέσα στη θαμπάδα των δακρίων μόνο για
γέλια δεν ήτανε. Ο Πίπης, με γυάλινα μάτια κοίταζε το ταβάνι και το
στόμα του έχασκε ορθάνοικτό. Μέσα στο μαύρο του κουστούμι με το
κατάλευκο πουκάμισο, κατάχλομος, θαρρείς ότι ήτανε
έτοιμος για την κάσα του.
«Πίπη» ψέλλισε η Λούλα σα να περίμενε απάντηση. «Πίπη», για δεύτερη
φορά. Την τρίτη δεν το είπε απλώς δυνατά. Ήταν ένα ουρλιαχτό. Και
αμέσως σωριάστηκε λιπόθυμη πέφτοντας σε μια βαθιά
πολυθρόνα που ήτανε ευτυχώς δίπλα της. Και οι έρημοι καλεσμένοι γύρω
από το τραπέζι, να τα’ χουνε χαμένα, να κοιτάνε με μάτια γουρλωμένα και
ακίνητοι, μα τόσο ακίνητοι που θυμίζανε
εβδομαδιαία φωτογραφία. Και ήτανε τότε που ο Πίπης έκλεισε τα σαγόνια
του, ανακάθισε στον καναπέ και είπε με αγαθό ύφος:
«Καταπληκτική βραδιά!»
Είχανε σίγουρα προσθέσει μια ιστορία που θα’ μενε σαν ανέκδοτο στην
παρέα. Έτσι είναι οι φίλοι.
διήγημα της Ρούλας Καράπανου
-- Η Έβελυν (Jokes-Robot(@)ceid.upatras.gr) γράφει : Η μόλυνση του περιβάλλοντος έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις. Σταματήστε την χρήση των M$ Windoze ΤΩΡΑ. fugitive ________________________________________________________________________ Joke of the Day ... Ελληνική Λίστα Ανεκδότων https://anekdota.duckdns.org ___ Η JotD βγαίνει σε Ελληνικά και Greeklish ___ ________________________________________________________________________
- Επόμενο μήνυμα: Nikos Tsekhs: "Ολυμπιάδα: Ο πραγματικός λόγος να αποτύχει"
- Προηγούμενο μήνυμα: Suspect: "ποδοσφαιρο"
- Μηνύματα ταξινομημένα ανά: [ ημερομηνία ] [ thread ] [ θέμα ] [ συγγραφέα ] [ Επισυναπτόμενο ]
- Mail ενέργειες: [ Απάντησε σε αυτό το μήνυμα ] [ Στείλε ενα καινούριο μήνυμα ]