(nil): Nikos Tsekhs (ntsekhs(@)gmail.com)
Ημερομηνία: Πεμ 12 Μαΐ 2005 - 02:01:33 EEST
- Μηνύματα ταξινομημένα ανά: [ ημερομηνία ] [ thread ] [ θέμα ] [ συγγραφέα ] [ Επισυναπτόμενο ]
- Mail ενέργειες: [ Απάντησε σε αυτό το μήνυμα ] [ Στείλε ενα καινούριο μήνυμα ]
«Γιατί ήρθατε εδώ;»
Ο Ψ. κοίταγε κάτι χαρτιά πάνω στο γραφείο του και μάσαγε το κάτω του χείλι. Εγώ, με τα χέρια σταυρωμένα στην ποδιά μου, ψιλοανακατωμένη, προσπαθούσα να τον κοιτάω στο μεσόφρυδο . δίνει στον άλλο λένε την εντύπωση ότι τον κοιτάς ίσια μες στα μάτια, ότι έχεις κατά κάποιο τρόπο εσύ το επάνω χέρι, ότι επιβάλλεις τους κανόνες σου, ή ότι θέλεις να του τους επιβάλεις. Ανοησίες. Δεν είχα εγώ το πάνω χέρι, το είχε η αϋπνία μου. Γύρω μου ράφια γεμάτα βιβλία και περιοδικά ψυχιατρικής, στους τοίχους μια αναπόφευκτη καλικαντζούρα του Πικάσο με τον Δον-Κιχότη και καναδυό περιστέρια-μονοκοντυλιά (σιχαίνομαι τα περιστέρια, νομίζω όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι τα σιχαίνονται), η καρέκλα μου, εντελώς άβολη και ιεροεξεταστική, με ενοχλούσε, το μποξεράκι μου μΆ έκοβε, οι τοίχοι ξεφτισμένοι, τα στόρια στο παράθυρο του ισόγειου ιατρείου μισοκατεβασμένα, ένα ρολόι στον τοίχο μέτραγε τα λεπτά σκληρότερα κι από ξεσκολισμένη πουτάνα, η λιβιδώ μου ήτανε κολλημένη στο θεόστεγνο ναδίρ της, οι σκέψεις στο μυαλό μου ένα κουβάρι, ο τρελογι
ατρός μάσαγε το κάτω του χείλι και περίμενε, περίμενε, περίμενε. Είχε όλο το χρόνο δικό του.
Γιατί ήρθα εδώ;. Έλα ντε. Γιατί ήρθα;
* * *
Όλα άρχισαν από κείνη την άτυχη ιδέα για τη σειρά της πεζογραφίας. Λοιπόν, όλα τα λεφτά στους εκδότες που δεν εκδίδουν πανεπιστημιακά ή σχολικαδούρα έρχονται από την πεζογραφία: ένα σωρό τύποι μπορούν και γράφουν ιστοριούλες, και υπάρχουν πολλοί περισσότεροι που θεωρούν υποχρέωσή τους να τις διαβάσουν, ή έστω να τις αγοράσουν. Η πρώτη έκδοση ενός βιβλίου διακοσίων πενήντα σελίδων κοστίσει στον εκδότη μάξιμουμ 5.000 ευρώ (στοιχειοθεσία-σελιδοποίηση, διορθώσεις, φιλμ-μοντάζ, τυπογράφος, βιβλιοδέτης, χαρτί, εξώφυλλο) και πουλιέται κάπου 15, οπότε αν βγάλουμε το 35-40% του βιβλιοπώλη κι ένα 10% γενικά έξοδα και δε συμμαζεύεται, έχουμε 7,5 ευρώ μέσο όρο καθαρά ανά κομμάτι στην τσέπη του εκδότη, πες 7: στα 800 πουλημένα βιβλία το μαγαζί αρχίζει και έχει κέρδη από την οποιαδήποτε σάχλα, και κάθε επιπλέον 100 βιβλία που πουλάει του αποφέρουν 700 επιπλέον ευρώ καθαρό κέρδος, που μάλιστα τείνει να μεγιστοποιείται συν τω χρόνω, καθώς τα έξοδα απλώνονται σΆ όλη την επιχείρηση και με κάθε επανέκδοση το συνολικό κόστος με
ιώνεται, και μειώνεται, και μειώνεται, μέχρι να λιώσει και να σκορπίσει για πάντα μέσα στον συνολικό προϋπολογισμό της εταιρίας . οι τυπογράφοι και οι λοιποί μάστορες πληρώνονται με δόσεις και με επιταγές μετά βίας τετράμηνες (εξαιρούνται οι χαρτέμποροι: εκεί οι περισσότεροι εκδότες δεν έχουν βρει άλλη λύση από την εισαγωγή χαρτιού, αλλά ποιος μπορεί να εισαγάγει 50 τόνους χαρτί τη σήμερον, και πού να το αποθηκεύσει;), τα δικαιώματα δίνονται μια φορά το χρόνο στους συγγραφείς και σπανίως, σπανίως, σπανίως αντιστοιχούν στην πραγματικότητα (άλλωστε δεν ξεπερνούν το 10-12% στη λιανική τιμή, και δίνονται πάλι με επιταγές της κακιάς συμφοράς . αν τελειώσεις το βιβλίο σου σήμερα και βρεις, τρόπος του λέγειν, αύριο εκδότη για να σου το βγάλει, θΆ αρχίσεις να πληρώνεσαι δυο χρόνια μετά, κα μόνο αν ξεπεράσεις τα 1.000 πωληθέντα). Οκέι, εννοείται πως μιλάμε για πεζογραφία εδώ, και δη για ντόπια, εγχώρια, γαλανόλευκη, με σφραγίδα μπλε, όχι για ξένη που θέλει και φράγκα για την αγορά των δικαιωμάτων από το εξωτερικό, έξ
οδα μεταφραστή και επιμελητή, μπλα-μπλα-μπλα. Αν βγάζεις ελληνικές ιστορίες έχεις πολύ περισσότερες πιθανότητες να κονομήσεις από το αν έβγαζες βιβλία ιστορίας, συντακτικού, φιλοσοφίας ή ορνιθολογίας. Κι αν σου κάτσει καλά ένα βιβλίο στα δέκα, αυτό το ένα βιβλίο χρηματοδοτεί με τα κέρδη του τα υπόλοιπα εννιά. . Τελεία εδώ.
Λοιπόν, εγώ δεν το Άβλεπα το πράγμα έτσι. Οι οδηγοί χαρούμενης ζωής δε μου φτάνανε. Ήθελα το κατιτίς παραπάνω, ήθελα δημιουργία, ήθελα νεωτερισμούς, κι έσκαγα που μου λείπαν όλΆ αυτά. Είχε την πλάκα του βέβαια, δε μπορώ να πω, ήμουν σε θέση να γράφω έναν οδηγό μέσα σε βία δυο μήνες δουλεύοντας μόνο τα απογεύματα κι είχα ήδη φτάσει τους δέκα, ζωή να Άχω, σε πέντε χρόνια, όσους ζητούσε δηλαδή ο αρχικός προγραμματισμός μας με τον Ε.: Πώς να χωρίσετε χωρίς να το καταλάβει, Παντρεμένη σήμερα, Γυναίκα αύριο, Δέκα Δρόμοι Προσωπικής Ελευθερίας, Ζήσε Ελεύθερη από Προκαταλήψεις, Αγάπα το Σώμα σου (για να τΆ αγαπήσει κι Εκείνος), τέτοια πράγματα . το πιάσατε το γενικό περίγραμμα. Αλλά η συγκεκριμένη αγορά πάτωσε κάποια στιγμή, το βελάκι των πωλήσεων άρχισε να δείχνει διαμετρικά αντίθετα από πούτσο καλόγερου, εγώ σκυλοβαρέθηκα και η καλλιτέχνισσα μέσα μου ήθελε άλλες διεξόδους, άλλα μονοπάτια, άλλα λαμπρά πεδία δόξης.
Πάντα είχα την πετριά, αλλά η επιφοίτηση μου ήρθε πάνω στο κρεβάτι, ένα ζεστό απόγευμα που πηδούσα ένα ασχημούτσικο παλικάρι από ένα κατσικοχώρι λίγο έξω από την Πρεμετή. Ξανθούλης, αδυνατούλης, με μεγάλα αφτιά, με γουργουριστή κοιλίτσα, και με ένα ωραιότατο όνομα: Κότσο Πασβαντζόγλου. Μου έκανε διάφορες δουλειές στο σπίτι τούς τελευταίους μήνες, μαστορέματα, βαψίματα, μερεμέτια λογιώ-λογιώ, και ένιωθα τη βαθύτατη υποχρέωση να τον πληρώνω με ευγνωμοσύνη όσα μου ζητούσε κάθε φορά, συν ό,τι περισσότερο μου επέτρεπαν τα εκάστοτε οικονομικά μου . το παιδί είχε μάνα και πατέρα πίσω στην πατρίδα του άρρωστους και μόνους, τα αδέλφια του σέρνονταν στα χαμένα κάπου στην Ιταλία κι αυτός ζούσε με την αγωνία της εκτόπισης μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει. Τουλάχιστον στο σπιτικό της Χαράς ας είχε λίγες ώρες ευφροσύνης και ασύλου, δε συμφωνείτε;
Δε χρειάστηκε να βάλω τα δυνατά μου για να τον ξελογιάσω την πρώτη φορά, όταν το αποφάσισα: μου έφτιαχνε τη βρύση στο μπάνιο, ήταν μες στη βρομιά, ελεεινός και τρισάθλιος, εγώ είχα φροντίσει νΆ ανάψω το θερμοσίφωνα, κι όταν τελείωσε του έδειξα τη μπανιέρα κι άρχισα να τον ξεντύνω . τον έπλυνα με αρωματικό αφροντούς και τον έτριψα με λίφι από πάνω ως κάτω σα να Άτανε παιδάκι. Θεέ μου, ακόμα θυμάμαι πώς έμενε όρθιος να τον ξεβγάζω, με την ψωλή του σηκωμένη σαν άλμπουρο, κόκκινος-κόκκινος στα μάγουλα και στο λαιμό και μΆ ένα μισό χαμόγελο που ούτε κι αυτός ήξερε τι σημαίνει. Έπειτα τον έπιασα από κει που ήθελε, τον έσυρα στην κρεβατοκάμαρά μου και χωρίς ακόμα να βγάλω τα ρούχα μου του πήρα μία εικοσάλεπτη πίπα. Ήταν νόστιμος και μύριζε μάνγκο και αβοκάντο (ή έτσι έλεγε η ετικέτα). Έπειτα ξάπλωσα από κάτω του, του τον χάιδεψα κι αφέθηκα στις ορέξεις του.
Όλες τις υπόλοιπες φορές (πάντως όχι περισσότερες από είκοσι) το κάναμε όμορφα κι ωραία, σαν κομμάτι της συμφωνίας μας. Ο Κότσο δεν άξιζε και πολλά σαν εραστής, εθνικόν το αληθές, αλλά η διεθνίστρια Χαρά μπορεί να θυσιάσει τα στάνταρ που τη διέπουν χάριν της ιδεολογίας της. Πάντα μπορεί. Το παλικαράκι πηδούσε κατά τον ενδοσκοπικό τρόπο τού 30 με 35% των αντρών (δεν είμαι σίγουρη για το ακριβές ποσοστό, ίσως να πέφτω έξω δύο με τρεις μονάδες): ξέρετε, είναι η περίπτωση των καταιγιστικών δύο - δύο-και-κάτι ωθήσεων ανά δευτερόλεπτο, η συχνότητα της εκσπερμάτισης δηλαδή, αλλά καθΆ όλη τη διάρκεια της συνουσίας. Υπό κάππα-σίγμα το σιχαίνομαι αυτό (κι έχω παραπάνω από έναν τρόπους να το αλλάξω, και το αλλάζω), αλλά στην περίπτωση του Κότσο δε με δυσαρεστούσε . για λόγους, επαναλαμβάνω, ιδεολογικούς, αλλά και γιατί ο Κότσο ήταν νταβραντισμένο αντράκι και μπορούσε να κρατήσει έτσι περίπου δεκαπέντε με είκοσι λεπτά πριν χύσει στο γαλβανισμένο μου μουνί, ενώ οι περισσότεροι άλλοι ψευτοεπιβήτορες δεν αντέχουν αυτό το ρ
υθμό πάνω από τέσσερα με πέντε λεπτά, και πολλά λέω, τουτέστιν: καθόλου (με εξαίρεση τα όρθια, γρήγορα, άψε-σβήσε πηδήματα με την πλάτη κολλημένη στην εξώπορτα, που .τι να τα λέμε;. έχουν τη χάρη τους όσο λίγο κι αν κάνει να σου χύσει: το πάθος πάντα υπερτερεί της καπιταλιστικής ποσότητας).
Όμως ο Κότσο δε με σφυροκοπούσε μονάχα εκείνα τα δεκαπέντε με είκοσι λεπτά, κρατώντας με σφιχτά από τους ώμους κι έχοντας τα πόδια μου πάνω στους δικούς του, που ήταν ασκημένοι από τη βαριά δουλειά και είχαν αυτούς τους περίεργους κακάσχημους μυς που είναι γεμάτοι οι εργάτες οικοδομών. Όχι, όχι, αλλιώς δε θα είχα την Ιδέα, δε θα την είχα ποτέ εκείνο το ζεστό απόγευμα.
Ο Κότσο γαμούσε και μιλούσε, γαμούσε και μιλούσε, και μόνο βρομόλογα δεν ήταν αυτά που έλεγε. Ο Κότσο έλεγε ιστορίες όσο μπαινόβγαινε μέσα μου, με διεμβόλιζε κι έλεγε τα δικά του, ιστορίες που δεν της καταλάβαινα φυσικά, μα τις ένιωθα, τις ένιωθα για τα καλά και, σε ένα επίπεδο, μπορούσα και να της αποκρυπτογραφήσω, ιδίως όταν επιταχύνοντας κι άλλο το ρυθμό του τα κατάφερνε να χύσει και με κλειστά μάτια έδινε λύσεις και έβαζε τη λέξη ΤΕΛΟΣ στο έργο του. Και έχυνε πολύ, ένα πηχτό, μεγαλοϊδεατικό σπέρμα που, έχω την εντύπωση, το φυλούσε όλο για μένα, για το καλόβολο αφεντικό, για τον αναγνώστη του.
Τώρα. τώρα, έχω μια θεωρία για την τέχνη σε σχέση με το γαμήσι, που δεν είναι ώρα να την αναλύσω εδώ, αλλά έχει πάνω-κάτω να κάνει με την ποσότητα που σπαταλάμε από τον εαυτό μας σε ένα έργο τέχνης: αν αναλογικά ισούται μΆ αυτήν που δίνουμε (όταν δίνουμε) στο σεξ, το αποτέλεσμα είναι ένα καλλιτέχνημα? αν όχι, χέσε μέσα. Στην περίπτωσή μας, ο Κότσο ήταν μεγάλος συγγραφέας.
Την τελευταία φορά που τον πήδηξα είχα ήδη αποφασίσει πώς θα επέλεγα τα βιβλία που θα βγάζαμε με τον Ε., κι επειδή δεν ήθελα να τον ξαναδώ (και δε θα τον ξανάβλεπα), τον άφησα να κοιμηθεί για μια νύχτα μαζί μου. Είναι πάντα ωραίο να ξαπλώνεις μΆ έναν άντρα πλάτη-με-στήθος, όποιου κι αν είναι η πλάτη κι όποιου κι αν είναι το στήθος. Στην περίπτωσή μας ήταν δικό μου, και με το ελεύθερο χέρι μου του έπαιζα αργά-αργά την κουρασμένη, καθημαγμένη του ψωλή πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, αποχαιρετώντας τον ως αργά. Το πρωί μύριζα ολόκληρη μάνγκο και αβοκάντο και ήξερα τι θα γινόμουν άμα μεγάλωνα ως editor. (Που, απροπό, σήμαινε στα λατινικά το διαιτητή στις μονομαχίες της αρένας . δεν είναι παράξενο;)
Δεν τον ξαναείδα. Στην εξώπορτα έκατσε λιγάκι βουρκωμένος και με κόκκινα τα μεγάλα του αφτιά.
«Τι στέκεις, Πασβαντζόγλου, τόσον εκστατικός;» του είπα και τον έσπρωξα στον μακρύ σκοτεινό διάδρομο.
* * *
«Δε μπορώ να κοιμηθώ», του απάντησα. «Δε μπορώ να κοιμηθώ».
Κι εκείνος έμεινε να με κοιτάει μασουλώντας το κάτω του χείλι.
Αισθάνθηκα τον Πάμπλο του περιστεριού να με κουτσουλάει στον ώμο.
http://harasevaggelio.blogspot.com/2005/05/blog-post_11.html
-- Η Έβελυν (Jokes-Robot(@)ceid.upatras.gr) γράφει : "Σχεδόν όλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι οι βακτιριδιακές και μολυσματικές νόσοι θα έχουν εξαφανισθεί μέχρι το 2000". TIME,1982 ________________________________________________________________________ Joke of the Day ... Ελληνική Λίστα Ανεκδότων https://anekdota.duckdns.org ___ Η JotD βγαίνει σε Ελληνικά και Greeklish ___ ________________________________________________________________________
- Επόμενο μήνυμα: Nikos Tsekhs: "Video"
- Προηγούμενο μήνυμα: Yiannis Demetriou: "RE: Fire tricks"
- Μηνύματα ταξινομημένα ανά: [ ημερομηνία ] [ thread ] [ θέμα ] [ συγγραφέα ] [ Επισυναπτόμενο ]
- Mail ενέργειες: [ Απάντησε σε αυτό το μήνυμα ] [ Στείλε ενα καινούριο μήνυμα ]