(nil): Galiotzis Kiriakos (galio(@)groovy.gr)
Ημερομηνία: Δευ 05 Μαΐ 1997 - 12:26:49 EEST
- Μηνύματα ταξινομημένα ανά: [ ημερομηνία ] [ thread ] [ θέμα ] [ συγγραφέα ] [ Επισυναπτόμενο ]
- Mail ενέργειες: [ Απάντησε σε αυτό το μήνυμα ] [ Στείλε ενα καινούριο μήνυμα ]
Ο Μ Η Ρ Ο Υ Ε Π Η
1.ΙΛΙΑΔΑ
Πάνω στης Τροίας τα βουνά που 'ναι σαν κωλομέρια
καθότανε ο Ομηρος με την ψωλή στα χέρια
Καθώς μαλακιζότανε και σκόρπιζε το χύσι
θεία του ήρθε έμπνευση το έπος του ν' αρχίσει.
- Μεγάλε Αγαμέμνονα, μας κλέψαν το Λενάκι
και τώρα άλλoς χαίρεται το τρυφερό μουνάκι.
- Σώπα και συ Μενέλαε, τον πούστη θα τον βρούμε
και θα του μάθουμε καλά πως τέτοιους τους γαμούμε.
Εφυγε η ξέκωλη αυτή και πήγε με τον Πάρη
λες και δεν έχουμε και μεις αρχίδια και παπάρι.
Μα εμπρός στην Τροία ας στείλουμε χήνες, παπιά και κότες
μουνόπανα, κωλόπανα κι ένα κουτή καπότες.
Μήπως κι έτσι μας στείλουνε την πόρνη την Ελένη
αλλιώς σε βλέπω μια ζωή με πούτσα καυλωμένη.
Πρωί π' αρχίζουν να γαμούν τις κότες τα κοκόρια
απ' την Αυλίδα φύγανε σαρανταδυό βαπόρια
Ο ψωλαράς Μενέλαος κι ο Μέγας Αχιλλέας
ο Οδυσσεύς κι ο Πάτροκλος, ο πούστης της παρέας.
Μπροστά στα τείχη στάθηκαν τσαμπουκαλήδες όλοι
και μάταια προσπαθούσανε να πάρουνε την πόλη.
Στα γύρω τα περίχωρα μουνί δεν είχε μείνει
κι όλος ο κόσμος γενικά μπουρδέλο είχε γίνει.
Κι αγάμητο πετύχανε μουνί να μην αφήσουν
την πόλη δεν κατάφεραν όμως να την πατήσουν.
Μια μέρα που ο Πάτροκλος έπαιρνε το λουτρό και
ο Αχιλλέας μπάνιζε από παράθυρό του,
πανσέληνος του φάνηκε του Πάτροκλου ο κώλος
και ευθείς του ανυψώθηκε δύο πιθαμές ο ψώλος.
Μπρος απ' το κάστρο το ψηλό, με τα μεγάλα τείχη
κάθοντ' οι Ελληνες βουβοί και βλαστημούν την τύχη.
Ως κι ο πανούργος Οδυσσεύς έχει κι αυτός σαστίσει
και τους Θεούς παρακαλά να δώσουν κάποια λύση.
"Αχ Οδυσσέα" έλεγε "είσαι μεγάλος βλάκας
ποιος του 'πε του Μενέλαου να γεννηθεί μαλάκας;
Τον Πάρη άφησε να'ρθεί να τόνε κερατώσει
και στης Ελένης το μουνί τον πούτσο του να χώσει.
Και 'γω τι φταίω για ολ' αυτά, να χάσω την καλή μου,
και δέκα χρόνια να τραβώ στην Τροία το πουλί μου;"
Αυτά και άλλα έλεγε κει που 'ταν ξαπλωμένος
και χάϊδευε τον πούτσο που 'τανε σηκωμένος.
Τα μαλλιαρά τ' αρχίδια του κρεμόντουσαν με χάρη
και τότε να 'σου η Αθηνά μ' ασπίδα και κοντάρι.
- Ω πολυμήχανε Οδυσσεύ απ' τ' ουρανού τα ύψη
στο πατρικό το σπίτι σου σε κοίταζα με θλίψη.
Της Πηνελόπης το μουνί το γάμαγες με λύσσα
κι αόρατη ερχόμουνα και σου 'γλυφα τα χύσια.
Γι' αυτό σου δίνω μυστικό την Τροία να πατήσεις
μα πρέπει σαν αντάλλαγμα κι εσύ να με γαμήσεις.
Ο Οδυσσέας σκέφτηκε μονάχα ώρα λίγη
και είδε πως αδύνατο ήταν να τ' αποφύγει.
Της βάζει μια τρικλοποδιά και την πετά στο χώμα
από την καύλα την πολλή θα την γαμά ακόμα.
Η Αθηνά εσπάραζε σαν κότα σουβλισμένη
μα όλο και τον έσπρωχνε γοργά να μπαινοβγαίνει.
Πάνω στην καύλα ο Οδυσσεύς σκέφτεται τη δουλειά
κι ευθύς πάνω σηκώνεται και λέει στην Αθηνά:
- Μωρή πουτάνα στο 'κανα και τούτο το χατίρι
το μυστικό σου γρήγορα και πήγαινε σιχτίρι!
Κι αυτή πάνω στην καύλα της, στο ερωτικό μεθύσι
το μυστικό του έδωσε την Τροία να πατήσει...
Και φτιάξαν άλογο καλό, ύψος τριάντα μέτρα
γεμάτο από σίδερο, γεμάτο κι από πέτρα.
Μες στου αλόγου την κοιλιά κρυφτήκανε μ' ελπίδα
και κόβανε την κίνηση απ' την κωλοτρυπίδα.
Αλλά επειδή δεν χώραγαν σ' εν' άλογο όλο κι όλο
ο ένας είχε την ψωλή στου αλλουνού τον κώλο.
Οι Τρώες που στο βάθος τους μαλάκες ήταν όλοι
παίζανε με τ' αρχίδια τους στα τείχη και στην πόλη.
"Ο πόλεμος τελείωσε!", σκέφτονται τα χαμούρια
κι αμέσως τότε ρίχνονται στο πήδημα με φούρια.
Πήραν τα στρωματά φωτιά απ' το πολύ γαμήσι
τόσο που δεν προλάβαινε το χύσι να τη σβήσει.
Και τότε μες απ' τη νυχτιά και τ' αραχνό σκοτάδι
βγαίνουν απ' τ' άλογο Αχαιοί σα να' ταν απ' τον Αδη.
Μέσα στη πόλη χύνονται σαν Κέρβεροι βαρβάτοι
κι όποια γυναίκα η άνδρα βρουν τον ρίχνουν στο κρεββάτι.
Ο Πάρης τότε φώναζε μες στο μεγάλο σάλο:
"Αφού την γλίτωσα μικρό ας γαμηθώ μεγάλο!"
Μάταια φώναζε ο Οδυσσεύς να τους σκοτώσουν όλους
οι Αχαιοί ακράτητοι τους ξέσκιζαν τους κώλους.
Κι ο Οδυσσεύς κατάλαβε πως για να πέσει η Τροία
πρώτα να πέσουν έπρεπε και τα δικά του τρία!
2.ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Την Πηνελόπη ήθελε καθένας τους για ταίρι
για να της γλείφει τα βυζιά και να της βάζει χέρι.
Αυτή όμως δεν πείθεται πως έχει πια χηρέψει
και μ' όλο που στον ύπνο της συχνά παθαίνει ρεύση,
κρατά την τρύπα της κλειστή για τα καυλιά τα ξένα,
καυλιά π' αν τα' βάζε μαζί για να τα κάνει ένα,
κι αυτό το ένα το καυλί στην τρύπα της να χώσει,
πάλι δε θα της έφτανε για να την ξεκαβλώσει.
Παρ' όλη όμως την καύλα της - κι είναι προς επαινόν της -
καμιά ψωλή δεν άγγιξε ποτέ τον πισινόν της.
Ορκο τους βάζει φοβερό πως την καρδιά θα δώσει
σ' όποιον μπορέσει με κλειστά μάτια να της τον χώσει.
Ητανε δύσκολο πολύ σε τούτη τη φατρία
(της το' χε μάθει ο Οδυσσεύς πριν φύγει για την Τροία).
Την Πηνελόπη έγδυνε, ασφάλιζε τα μάτια,
έπαιρνε φόρα, όρμαγε σαν τα βαρβάτα άτια
κι έτσι τρέχοντας πήγαινε στην τρύπα συστημένα
παρ' όλο που τα μάτια του ήτανε σφαλισμένα.
Και με το κόλπο τώρ' αυτό τους έχει πια στο χέρι
και όρκο παίρνει πως κανείς δε θα τα καταφέρει.
Ηρθε η ώρα η κρίσιμη, πλησίαζε η ώρα
που βασιλιά θα απέκταγε του Οδυσσέα η χώρα.
Σε χαμηλό ανάκλιντρο στα κόκκινα στρωμένο
η Πηνελόπη στάθηκε με κώλο τουρλωμένο.
Λίγο πιο πέρα οι γαμπροί στέκονται στη γωνία
και τη σειρά του ο καθείς προσμένει μ' αγωνία.
Πρώτος ειν' ο Ψωλάριχος, τα μάτια του 'χουν δέσει
μα το πανί είναι μακρύ και κρέμεται σαν φέσι.
Κινά σε λίγο βιαστικός για την κωλοτρυπίδα
περνάει δίπλα της ξυστά και χάνει καθ' ελπίδα.
-δεύτερος ο Μουνίχιος - κρατάει απ' την Τροιζήνα -
μα παίρνει λάθος διεύθυνση και μπαίνει στην κουζίνα.
Κι ο κώλος πάντα ανέγγιχτος τουρλώνεται με νάζι
και την ψωλή του τυχερού στα βάθη του φωνάζει.
Τρίτος είν' ο Αρχίδημος με τα μεγάλ' αρχίδια
αλλά σκοντάφτει στα μισά και πέφτει στα τσακίδια.
Τέταρτος, πέμπτος, έβδομος, κανείς δεν έχει τύχη
και την πληρώνουν πάντοτε οι πόρτες και οι τοίχοι.
Και ξάφνου κάποιος πρόβαλε - κανένας δεν τον ξέρει
κι ούτε να είναι φαίνεται απ' τα δικά τους μέρη.
Στον κώλο ρίχνει μια ματιά π' ασπρίζει εκεί στο βάθος,
γυρνάει και λέει στους γαμπρούς όλο καημό και πάθος:
- Είμαι κι εγώ ένας άρχοντας, έχω γαλάζιο αίμα,
να μαραθεί ο πούτσος μου άμα σας λέω ψέμα!
Τον κώλο αυτόν τον αναιδή θα 'θελα να δαμάσω
παρακαλώ αφήστε με κι εγώ να δοκιμάσω.
Τον άφησαν, του δέσανε τα μάτια και τον γδύσαν,
κι ο πούτσος του σαν φάνηκε τον είδαν κι απορήσαν.
Μ' αυτός κινάει αγέρωχος με γρήγορο το βήμα
κι ο πούτσος στη κωλάρα της σφηνώνεται σα βλήμα.
Ακούστηκε ένα τρίξιμο, σαν πόρτα όταν κλείνει
είχε ξεχάσει η δύστυχη να βάλει βαζελίνη.
Ολ' οι μνηστήρες τα 'χασαν, τους ζώσανε τα φίδια.
Εξ' απ' τον κώλο μοναχά κρεμόντουσαν τ' αρχίδια.
Της Πηνελόπης η φωνή τους βγάζει από την πλάνη
(τον έχει ακόμα μέσα της κι από τις πάντες κλάνει).
- Ειν' ο Οδυσσέας κι αν μπορεί κανείς ας με διαψεύσει
λάθος δεν κάνω εγώ ποτέ, τον γνώρισα απ' τη γεύση.
Τότε - τι θαύμα φοβερό - εκείν' οι ψωλαράδες
κατάχαμα ξαπλώσανε σαν να 'τανε κυράδες.
Ανοίγουνε τα πόδια τους, τουρλώνουνε τον κώλο
και περιμένουν να δεχτούν τον τρομερό τον ψώλο.
Μ' αυτός δηλώνει άσπλαχνα πως είναι κουρασμένος
πως είν' τ' αρχίδια του κενά και ο πούτσος του πεσμένος.
Εδωσε όμως το λόγο του στους τουρλωμένους κώλους
πως κάποια μέρα και αυτούς θα τους γαμούσε όλους.
Κι έχυσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...
- Επόμενο μήνυμα: CHAVALES JOHN System Manager CAE 67907: "Irishman"
- Προηγούμενο μήνυμα: Galiotzis Kiriakos: "(no subject)"
- Μηνύματα ταξινομημένα ανά: [ ημερομηνία ] [ thread ] [ θέμα ] [ συγγραφέα ] [ Επισυναπτόμενο ]
- Mail ενέργειες: [ Απάντησε σε αυτό το μήνυμα ] [ Στείλε ενα καινούριο μήνυμα ]